Καυτό Γάλα
Hot Milk

Μια κόρη και η μητέρα της θα βρεθούν στην ισπανική Ριβιέρα προκειμένου να αναζητήσουν σωτηρία από τη μυστήρια ασθένεια που κατατρύχει τη μαμά εδώ και πολλά συναπτά έτη.
Κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος της Βρετανίδας συγγραφέως Ντέμπορα Λίβι, το «Καυτό Γάλα» είναι ένα οικογενειακό δράμα για τις περίπλοκες και ενίοτε αποπνικτικές σχέσεις γονέων και παιδιών - μητέρας και κόρης εδώ - τα κεκαλυμμένα τραύματα και την τοξική γονική εξάρτηση που ανά περιπτώσεις «μασκαρεύεται» (;) σε ψυχοσωματική ασθένεια για ακόμα καλύτερα και πιο φροντιστικά αποτελέσματα.
Η Ρόουζ (Σο) πάσχει εδώ και χρόνια από μια ασθένεια των κάτω άκρων που την κρατά καθηλωμένη σε αμαξίδιο. Κανένας γιατρός δεν έχει καταφέρει να την διαγνώσει, με τους περισσότερους να κάνουν λόγο για κάποια ψυχοσωματική πάθηση που ενδεχομένως να σχετίζεται με το παρελθόν της. Το μοναδικό άτομο που βρίσκεται στο πλευρό της είναι η κόρη της Σοφία (ΜακΚι) που έχει αφήσει προσωρινά το διδακτορικό της στην Ανθρωπολογία, προκειμένου να ασχοληθεί με την φροντίδα της μητέρας της. Οι δυο τους θα ταξιδέψουν μέχρι την Ισπανία αναζητώντας κάποια αποτελεσματική θεραπεία, όμως η καθημερινότητά τους θα ανατραπεί όταν η Σοφία γνωρίσει την Ίνγκριντ (Κριπς), μια αινιγματική γυναίκα που ζει με τα δικά της «φαντάσματα».
Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την Ρεμπέκα Λένκιεβιτς, σεναριογράφο μεταξύ άλλων των «Ida» του Πάβελ Παβλικόφσκι και «Ανυπακοή» του Σεμπαστιάν Λέλιο. Η Λένκιεβιτς βουτάει εξαρχής στα βαθιά με ένα όχι και τόσο εύκολα προσαρμόσιμο σενάριο που απαιτεί λεπτό χειρισμό και ισορροπία χαρακτήρων προκειμένου να μην καταστεί επηρμένο και φεστιβαλικά (μονάχα) καμωμένο, με την ίδια άλλοτε να τα καταφέρνει καλά και άλλοτε όχι τόσο.
Η καθεμιά από τις τρεις ηρωίδες αναζητά τη δική της προσωπική λύτρωση, με τη διαφορά πως ο χαρακτήρας της ΜακΚι μοιάζει να κυνηγά μια ατελέσφορη μεταστροφή ζωής, αν όχι στο τέλος της ταινίας, τουλάχιστον σε όλη την υπόλοιπη διάρκειά της. Η αναγνώριση του προβλήματος δεν σημαίνει και άμεση απελευθέρωση από τα δεσμά της χειριστικής μητέρας, γεγονός που γιγαντώνει το πλαίσιο της δυσλειτουργικής σχέσης μάνας/κόρης, κάτι που κινηματογραφικά αποτυπώνεται με τη Σοφία να περιπλανιέται μόνη σε παραλίες και δρόμους δίχως σαφή αφηγηματικό σκοπό.
Πρόκειται για μια ταινία παρελθοντικών τραυμάτων και σύγχρονης αντίδρασης σε αυτών, υπό την έννοια πως οι πρωταγωνίστριες καλούνται να συμβιβαστούν (ή και όχι) με αυτά προκειμένου να βιώσουν την εμπειρία της ζωής και όχι «απλά να την υπομείνουν» όπως λέγεται σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας. Δύσκολη αποστολή να έρθει εις πέρας κάτι τόσο εσωτερικό, ιδιαίτερα όταν πρέπει να δώσεις στους χαρακτήρες...κάτι να κάνουν πέρα από το να λύσουν τα προσωπικά τους θέματα ανάμεσα σε μεγάλες παύσεις και στωικά βλέμματα.
Η ταινία πάντως παρουσιάζει και εγχώριο ενδιαφέρον μιας που η πλοκή μπορεί να τοποθετείται στην Αλμερία της Ισπανίας, τα γυρίσματα όμως έγιναν στην Ελλάδα (λόγω περικοπών στο budget) και συγκεκριμένα στην Αττική σε περιοχές όπως το Λαύριο, ο Μαραθώνας και ο Πειραιάς. Πράγματι υπάρχει μια μεσογειακή συνάφεια ως προς τη γεωγραφία, όσοι όμως αντιλαμβάνονται πως πρόκειται για ελληνικό τοπίο, δεν γίνεται να μην απορήσουν με το άκουσμα των ισπανικών ως εθνική γλώσσα, που ανά περιπτώσεις μάλλον μοιάζει περισσότερο παράταιρο σαν επιλογή παρά ταιριαστό.
Ως προς τις ερμηνείες η ταινία διαθέτει τριπλό ταλέντο με την εξαίσια Σο σε έναν απελπιστικά πικρό ρόλο, τη ΜακΚι να επαναπροσδιορίζει τη δύναμη του κινηματογραφικού βλέμματος δίχως καν την ανάγκη αρθρωμένου λόγου και την Κριπς να σιγοντάρει υποκριτικά, αν και ο χαρακτήρας της παραμένει ο λιγότερο αναπτυγμένος από τους τρεις.
Συνολικά το «Καυτό Γάλα» είναι μια ταινία που επιχειρεί να καταστήσει τα άλυτα θέματα των πρωταγωνιστριών και θέματα των θεατών, όμως αυτή η ταύτιση δεν επιτυγχάνεται, πρωτίστως γιατί δεν γινόμαστε ποτέ αποδέκτες μιας μεγαλύτερης και πιο ξεκάθαρης εικόνας του τι ακριβώς συμβαίνει και του τι αποζητά η κάθε γυναίκα, μέχρι τουλάχιστον και λίγο πριν από τους τίτλους τέλους.