Δεν Είμαι Εγώ
C'est Pas Moi

«Ποιος είσαι;» ρωτήθηκε ο Λεός Καράξ κι αυτός απάντησε με ένα εντυπωσιακό, μελαγχολικό, ίσως και αίσιο, κολάζ Εικόνας και ήχων, ένα φιλμικό δοκίμιο έκδηλα γκονταρικό στη φόρμα. Κι αφού ομολόγησε από τι συντέθηκε, φρόντισε να επιβεβαιώσει με τον τίτλο του αυτό που ο (εικονογραφικά απών) «Πολίτης Κέιν» διαμηνύει 84 χρόνια τώρα.
Λίγα πράγματα κοπιωδέστερα στην σκέψη από το να ρωτάς έναν νάρκισσο-καλλιτέχνη (δεν είναι όλοι, ο L.C. είναι πολύ) να περιγράψει τον εαυτό του μέσα από κάποιο φορμά της τέχνης του. Καθώς οι καταβολές είναι λίγο-πολύ γνωστές δε, ο Καράξ θα διάλεγε την γκονταρική οδό, την νεοκυματική γαλλική Μπουλεβάρ ενός δοκιμίου που χρωστά τα πάντα στο σινεμά και κάποιες φιγούρες του 20ού αιώνα, πασπαλισμένα όλα βέβαια με κάποια «προσωπικά» κλικ (λίγος Ντοστογιέφσκι, λίγος Σοστακόβιτς, περισσότερος Μπόουι και χίλια μύρια ακόμα), off αφήγηση, μεσότιτλους, λέξεις, ιδέες, εικόνες εκτάκτως ερριμμένες.
Ω, είναι μια πολύ προφανής μορφή το παρόμοια στημένο δοκίμιο, δεν χρειάζεται να σκεφτείς πολύ, δεν προλαβαίνεις άλλωστε τόσο στακάτα που συμβαίνουν όλα, χώρια που οι λέξεις, οι έννοιες, τα τσιτάτα, οι επιλεχθείσες συνοδευτικές ή προς συνοδεία εικόνες σού χτυπάνε στο κεφάλι με τον κόπανο τι να σκεφτείς και, ακόμα χειρότερα, τι να καταλάβεις.
Και αυτή θα ήταν μια πρώτη προσέγγιση, ίσως και τελευταία, από μια πολύ μεγάλη μερίδα του πολύ περιορισμένου κοινού που θα ασχοληθεί ποτέ με την 41λεπτη ωδή του Λεός Καράξ σε αυτό που νομίζει, θα ήθελε αλλά και πράγματι είναι. Ποιο απ’ όλα δεν ξέρουμε και το πόνημα δεν μας έκανε να θέλουμε να μάθουμε - θα έκλεινε η προσέγγιση.
Υπάρχει, όμως, και (τουλάχιστον) μια άλλη ματιά.
Πράγματι η εικόνα του Καλλιτέχνη στην καραξική μορφή, του ιδιόμορφου, του εκκεντρικού, του παράξενα αυτάρεσκου (λες και κάποιοι, αξιοσημείωτου αριθμού, πραγματικά ασχολούνται πια με όλα αυτά), είναι σπουδαιοφανής και εξ αυτού δήθεν. Είναι πράγματι αποκαρδιωτικό στην εποχή της ραγδαίας ατομικότητας ο καλλιτέχνης να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να εξαφανίζεται αντικαθιστώντας κάθε όψη του από το καθαυτό έργο του. Καθόσον όμως έρχομαι από την εποχή του Καράξ, καθόσον μάλιστα τυγχάνει να του οφείλω κάμποσα (σε έργα του προτού πάντως αλλάξει η χιλιετία – όλοι «προχωράμε») είναι κατάτι ευκολότερο να παραμερίσω τις ενστάσεις, να περιφρονήσω την cringe-worthy έπαρση, να μείνω (όπως οφείλω ως θεατής άλλωστε) στα σημαίνοντα. Και, ει δυνατόν, να τα συλλάβω, να τα μεταφράσω και να σας τα σερβίρω με κάποιον τρόπο που μπορεί τρεις από εσάς να πληρώσετε ένα αντίτιμο να τις μεταλάβετε απευθείας από τον καλλιτέχνη.
Ανάθεμα λοιπόν κι αν κανείς μπορεί (ή επιτρέπεται) να φτιάξει ταινία που θα νομίζει ότι εννόησε την ταυτότητα. Αλίμονο αν πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι, οι άνθρωποι οι ευαίσθητοι, οι δημιουργικοί, οι αγρίως αντιφατικοί, οι σκοπίμως κρυμμένοι και οι επιτηδευμένα εμφανείς, είναι εφικτό να συνοψιστούν. Πόσο μάλλον να αυτοβιογραφηθούν! Άραγε, δεν είναι η ταυτότητα το άγνωστο (ουτοπικό;) υπόλοιπο μιας μυστικής διαίρεσης όπου διαιρέτης είναι ένας φιλόδοξος δημιουργός και διαιρετέα μια οπωσδήποτε μη ακέραια ποσότητα ζωής πεπραγμένων κι απραγματοποίητων;
Διαλέγω να πιστέψω ότι ο Καράξ τα γνωρίζει αυτά τα πράγματα, οπότε και προτιμά αμέσως να δώσει την θέση του σε αυτά που τον στοιχειώνουν από τότε που θυμάται τον εαυτό του και από τότε που αποφάσισε να τον κατασκευάσει. Καθώς δεν είναι και κανένας υπερφίαλος, τουλάχιστον όχι κραυγαλέα, ώστε να πιστεύει ότι ως άθροισμα των εμπειριών του τις υπερακοντίζει, δίνει την μαγική σκυτάλη όχι μόνο στα πρόσωπα μα και στην εποχή τους. Κρατά μπόλικο τρέχον σήμερα, προσυπογράφει αναγκαίο – εν μέρει εύχρηστο – αντιΤραμπισμό, αντιΠουτινισμό, αντιΝετανιαχουϊσμό, τάσσεται με την μόνη πλευρά που αξίζει να ταχθείς (των αθώων ανθρώπων), παρεμβάλει μπόλικο σινεμά του, ώστε να υπενθυμίσει ότι δεν συνίσταται μόνο από γκονταρικές στίξεις και μεσοτίτλειες κατανύξεις, και περιηγείται με εγνωσμένη άνεση στο θέμα της παρακολούθησης. Η οποία δεν είναι μόνο η περίκλειστη λατρεία και καταφυγή των απανταχού σινεφίλ μαρτύρων και μαρτυριάρηδων, είναι και η κατάρα των καιρών μας, των εδώ και καιρό καιρών μας, που κατά κύριο λόγο έχουν περιθωριοποιήσει τα εκατομμύρια ημών στον ρόλο των αυτοπτών του αίσχους που λέγονται Μοντέρνοι Καιροί (δεν το πήρε από τον Τσάπλιν, το κράτησε αλλιώς από τον Μπόουι – «But things don't really change - I'm standing in the wind - But I never wave bye-bye - But I try - I try»). Σε μια γνωστή εικόνα του αίσχους αυτού ένα μωρό κείτεται σε μια ακτή και ο Καράξ καλεί τα «καταραμένα μάτια του» να αντέξουν το «θεσπέσιο θέαμα». Η τραγωδία της απονεύρωσής μας, παρά τα πύρινά μας πληκτρολόγια, είναι ότι συνέβαινε πριν την δούμε και επιδεινώνεται αφ’ ότου την μαρτυρήσαμε. Απομένουμε να σφαδάζουμε με στυλ.
Προτού κάποιος «κάψει» το 41λεπτο πόνημα που «ο δικός μας Λεός» συνέθεσε σχεδόν εργαστηριακά με την ησυχία του, προτού έτσι κι αλλιώς μπει στο μουσείο των αγνώστων θεαμάτων, ας πούμε ότι υπάρχει νόημα στις εικόνες και στις συρραφές, υπάρχει νοσταλγία (και σχεδόν πλήρης απουσία ελπιδοφόρου μέλλοντος), υπάρχει ανακεφαλαίωση όλων αυτών των πνευματικών που η Δύση παρακολουθεί να εξαϋλώνονται από την καταναλωτική της αμετροέπεια και τον μιλιταρισμό της, υπάρχει ένα…Παρόν που είναι Γυναίκα, με τα μάτια ενός δηλωμένου (άρρενα) λάτρη της, υπάρχει ευλογημένη αμφισημία (νωρίς-νωρίς ο Πολάνσκι παρών στην εικόνα, σύμβολό της και σύμβολο του χαμού της για χάρη ενός θυελλώδους φανατισμού), υπάρχει μια αόρατη παρουσία του Λεός Καράξ, αυτού του νυν και αεί τρομερού παιδιού, αυτού του μεγάλου αισθηματία που όλο χάνεται σε ατραπούς διανόησης. Υπάρχει μια ταινία που δεν είναι ακριβώς ταινία, αλλά μια (ακόμα) μαρτυρία ότι υπήρξα-υπήρξες-υπήρξαμε, κι ότι στα μεγάλα μας λησμονήσαμε ότι ο Χρόνος τρέχει, δεν σταματά ποτέ, αλλά για όλους μας κάποτε σώνεται. Αυτόν τον Χρόνο, όπως οι αγαπημένοι του παρελαύνοντες αρωγοί, τον πάγωσε ο Καράξ εδώ, έβαλε τον εαυτό του μέσα -σχεδόν σεμνά περίοπτα τελικά- και αυτό είναι η μεγαλύτερη εκπληρωμένη φιλοδοξία που ένας καλλιτέχνης, κι ένας άνθρωπος, μπορεί να κοκορεύεται.