Ζιλ και Τζιμ - ταινιες || cinemagazine.gr

Ζιλ και Τζιμ

Jules et Jim

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

1962
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρανσουά Τριφό
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Φρανσουά Τριφό, Ζαν Γκρουό
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ζαν Μορώ, Όσκαρ Βέρνερ, Ανρί Σερ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ραούλ Κουτάρ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Ζορζ Ντελρί
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Summer Classics
    Ζιλ και Τζιμ

Η τρίτη ταινία του Φρανσουά Τριφώ, από την δεκαετία-μεγαθήριο της καριέρας του, αποτελεί μια κάπως αντιφατική περίπτωση 63 χρόνια μετά: Είναι τεκμήριο ατόφιου, πλήρους κινηματογράφου και, θλιβερά ίσως, περίπτωση ταινίας που στην απρόσεκτη έκθεσή της στο μολυσμένο οξυγόνο θέασης του 21ου αιώνα ενδέχεται και να εξαϋλωθεί.

Από το Ηλία Δημόπουλο

Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς αντιδράσεις σοσιομιντιακής ταχύτητας ενώπιον της ιστορίας της Κατρίν, του Ζιλ και του Τζιμ. Η απρόσεκτη κάμερα στον ώμο, το σαν αδέξιο μοντάζ, τα σκηνοθετικά «λάθη», η -τυπικά γαλλική- διαλογική «φλυαρία», η δαιμονιώδης ταχύτητα με την οποία διασχίζονται χρόνια, περιστατικά, εμπειρίες, συναισθήματα που, για έναν τύπο θεατή, δεν θεμελιώνονται στην διήγηση. Και άλλα πολλά που θα υποστηρίξουν εκείνοι που (εικάζω) θα προκύψουν αρνητές πια μορφών, όπως τούτη η ταινία, του γαλλικού Νέου Κύματος. (Ενδεικτικό, αν και πρέπει να συνυπολογιστεί το ποιοι καλούνται να ψηφίσουν πια, της αλλαγής των εποχών, όχι μόνο στην κριτική αλλά και στους ομότεχνους του Τριφό, είναι ότι η ταινία από το Νο. 21 και Νο 35, αντίστοιχα, στην λίστα του Sight and Sound το 2002, μόλις κρατιέται στις θέσεις 304 και 501 σε αυτήν του 2022.)

Το «Ζιλ και Τζιμ», για να επιβιώσει στο άγρια ανυπόμονο περιβάλλον μας, πρέπει να γίνει αισθητό πριν γίνει κατανοητό

Είναι φυσικό φαινόμενο η διαδοχή των εποχών, η αμφισβήτηση των θεωρούμενων ως ιερών τεράτων, η αποκαθήλωσή τους. Ειδικά το γαλλικό Νέο Κύμα, μπορεί να υποστηρίξει κανείς, όχι μόνο εκτόπισε ένα εν γένει καλύτερο σινεμά (που ήταν το μεταπολεμικό γαλλικό σινεμά μέχρι και την δεκαετία του ’50 – περιστασιακά φυσικά και αργότερα), αλλά και υπερεκτιμήθηκε ως ιδεολογικό απότοκο κάποιων γεννητόρων και ακολούθων του, που η μεγάλη αλήθεια είναι πως έπιασαν το πόστα παντού και περιέθαλψαν στοργικά ό,τι θεωρούσαν πως εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους.

Να πω την αλήθεια, εδώ τουλάχιστον, λίγο με απασχολεί η πολιτική της Κριτικής. Άλλωστε και αυτή θα έβρισκε την ιστορική της νομοτέλεια και θα έπαιρνε την άγουσα προς τα αποδυτήρια, όπως συμβαίνει την τελευταία 15ετία. Το δυστυχές, για τον υπογράφοντα, είναι ότι αντικαθίσταται από έναν κατακερματισμό αβέβαιης αντίληψης και βέβαιου ναρκισσισμού. Αν έπρεπε να διαλέξω θα πήγαινα με τους...χαμένους, κι ας διαφωνώ σοβαρά με τις τακτικές τους. Στην προσέγγιση και την άποψή τους υπάρχει περίσκεψη, συζήτηση και πόνος.

Το «Ζιλ και Τζιμ», για να επιβιώσει στο άγρια ανυπόμονο περιβάλλον μας, πρέπει να γίνει αισθητό πριν γίνει κατανοητό. Μόνο έτσι θα βρεθείς γοητευμένος στην περιδίνηση της πρώτης μισής ώρας, που από μόνη της είναι μια χώρα νεανικότητας, ένας (κινηματογραφικός) τόπος ασίγαστης ενέργειας, πολυεπίπεδου αυτοσχεδιασμού (και του δημιουργού και των ηρώων του), ανάκρουσης γαλλικότητας και ρυθμικού σφρίγους. Πιο απλά: Στην αρχή του «Ζιλ και Τζιμ» πρέπει να αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα (ακόμα και να φύγεις, υπέροχα κατακλυσμένος, από την αίθουσα!), η ζωή πλημμυρίζει – και τα αγόρια μαγεύονται, αβοήθητα και τους αρέσει, από τα κορίτσια που σαν ελευθερώνονται φωτίζουν κόσμους που δεν ξέραμε ότι υπάρχουν.

Το molto allegro του πρώτου μέρους, δίνει τη θέση του στις πρώτες adagio παύσεις και μαζί τους έρχονται και οι πρώτες largo μελαγχολικές υπομνήσεις μέλλοντος. Ο Μεγάλος Πόλεμος είναι το σεναριακό πρελούδιο ενός Χρόνου, της φωλιάς της θλίψης σα να λέμε, που είναι και ο «Κακός» της ιστορίας. Αυτό που σε συναρπάζει, και σε γεμίζει αισιοδοξία όταν το πρωτοκάνεις, στην επανάληψή του κρύβει μια απαίσια πικρία που όσο κι αν παλέψεις στο τέλος θα σε καταβάλει. Η Κατρίν, ειρωνικά η μη κατονομασμένη στον τίτλο πραγματική ηρωίδα της ταινίας, συλλαμβάνει και ενσαρκώνει την σοφία αυτή. Και ως πραγματικά φλεγόμενος (αντιφατικός, εκνευριστικός, ασύλληπτος) χαρακτήρας, είναι αυτή που καθρεφτίζει τον βαθύ Ρομαντισμό του Τριφώ – κυρίως διότι αδυνατεί να συμπορευθεί με την θνησιγένεια των πραγμάτων, προτιμώντας ακατάπαυστα να δίνει τέλος προτού εκείνο έρθει σαν φρικτή επιβεβαίωση ενός προαισθήματος. Ω ναι, η νιότη είναι ορμητική και ασυμβίβαστη. Κι επειδή δεν είναι χαζή – ξέρει ότι το γήρας έρχεται να την διαψεύσει – έχει κάθε δικαίωμα να κάνει ό,τι γουστάρει, όσο προλαβαίνει. Ακόμα και να εκλείψει. Και αυτή την αίσθηση είναι ο Τριφώ που κατάφερε να την σαρκώσει σκηνοθετικά.

Δεν κατάφερε, όμως, μόνο (…) αυτό. Συνέλαβε ένα μουσικό opus (όπως πρέπει να είναι το μεγάλο σινεμά), στο οποίο θα σημειωθεί η διαδοχή των εποχών, θα καταγραφούν με νεανική επιπολαιότητα (μέρος της η κουβενταρία – ποιος δεν ξέρει νέους ανθρώπους που δεν βάζουν γλώσσα μέσα;) και «ώριμη» προφητικότητα μέσα από έναν χείμαρρο εικόνων, λέξεων και μουσικής (σε λίγο περισσότερα) που σαν μανιασμένο ποτάμι συμπαρασύρουν ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Το ότι καταφέρνει σε αυτό το σύνολο να αφήσει δω κι εκεί, προσεκτικά αλλά ποτέ στημένα, τονισμούς επικείμενης θλίψης (και είναι μια πολύ θλιμμένη ταινία τελικά τούτη), είναι κατόρθωμα μεγάλο.

Το να μην αρέσει μια ταινία είναι φυσικό, το να μην γίνεται αντιληπτή ίσως θα έπρεπε να προβληματίζει

Φτιάχνει τελικά ένα εκπληκτικής ρευστότητας σύμπαν σινεμά. Προτού καταφθάσει κανείς στο τρομακτικό βάρος της λυρικής υπογράμμισης του Ζορζ Ντελρί (σε ένα από τα ωραιότερα σάουντρακ – διόρθωση: μουσικά σύμπαντα – που φτιάχτηκαν ποτέ), μια δουλειά που συνομιλεί διαρκώς με το έργο και συμβάλλει καθοριστικά στον τόνο του, ο ούτε 30χρονος δημιουργός δίνει ένα ρεσιτάλ. Που συνδιαλέγεται με την εποχή, με το σινεμά (ακόμα και του αρχαίου Καρνέ και του προϊστορικού Λιούμπιτς), με την αισθητική του κάδρου (μια αβάσταχτη σκηνή λογοδιάρροιας μιας περπατημένης νεαρής σου ζητά να δεις στο βάθος πεδίου ένα ζευγάρι που ερωτοτροπεί «μπαίνοντας» στο μυαλό ακροατή νεαρής και θεατή ταινίας). Που στην πληθώρα των διηγητικών επιλογών, ρυθμών, ντεκουπάζ (μια συγκεκριμένη σκηνή κόβεται καρφωτά σε ένα ξύλο που πριονίζεται και πέφτει – και ξέρεις πια ό,τι χρειάζεσαι για την υπαρξιακή κατάσταση, εν προκειμένω, του Τζιμ), φακών (πόσο μελαγχολικά εκείνα τα μακρινά που κάνουν το τρίο μας να μοιάζει υποχείριο μιας μοίρας) και στοχευμένης χαρακτηρολογίας αναφορών (ο Ζιλ ως ήρωας του Χέμινγουεϊ, ο διάλογος της κινηματογραφικής ιστορίας, με την Χαμένη Γενιά της Ιστορίας).

Εν τέλει, πόσο συγκινητική ηχεί σήμερα, 63 ολόκληρα χρόνια μετά, η κραυγή του λυρικού (λένε μειωτικά) Τριφό, η έκκληση ίσως καλύτερα, για μια μετακίνηση στον κόσμο της Γυναίκας, όχι ιδωμένης ως τοτέμ (το αντίθετο) αλλά ως μονοπατιού να βρεθείς στον επίγειο Παράδεισο μιας αθάνατης νιότης. Είναι, στα μάτια μου, πραγματικά συγκλονιστικό το πώς ο Τριφώ κατάφερε να δείξει μεγαλόψυχα την αποτυχία του ανδρικού κόσμου συνάμα με την ικανότητα έλξης από τον γυναικείο και το πώς απέδειξε ότι όσο πανταχού παρούσα (και αυτοκτονική) είναι η πατριαρχία, άλλο τόσο έκδηλα φτερουγίζει γύρω σου η άλλη προσέγγιση, η οποία όμως αν συναισθανθεί την ματαιότητα (χαρακτηριστικό το μοτίβο της εγκυμοσύνης) δύναται να τα κάψει όλα φεύγοντας.

Αυτά (και πολλά ακόμα) συνέβησαν το 1962 και για 40 περίπου χρόνια (η ταινία ήταν στην θέση Νο 21 στην ψηφοφορία του προαναφερθέντος Sight and Sound, αλλά του… μακρινού 2002) έβρισκαν χώρο στις προσλαμβάνουσες ενός άλλου κοινού. Το να μην αρέσει μια ταινία είναι, είπαμε στην αρχή, φυσικό – οι εποχές αλλάζουν και σαρώνουν στο πέρασμά τους, άραγε δεν είναι αυτό το θέμα της ταινίας; Το να μην γίνεται αντιληπτή, ίσως θα έπρεπε να προβληματίζει.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ζιλ και Τζιμ
  • Ζιλ και Τζιμ