Όταν το Φως Πέφτει
Light Falls

Ένα νεαρό ζευγάρι γυναικών που έχει έρθει για παραθερισμό στην Ελλάδα, θα βρεθεί αντιμέτωπο με τους χειρότερους εφιάλτες του, όταν επισκεφτεί ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο στο οποίο δεν βρίσκονται μόνες.
Τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ τον γνωρίζουμε πρωτίστως ως κινηματογραφιστή με διεθνή καριέρα, πολυβραβευμένο και με δυο υποψηφιότητες για βραβείο Όσκαρ για το ασπρόμαυρο κομψοτέχνημα του Αλεξάντερ Πέιν «Νεμπράσκα» και για το «Η Δίκη των 7 του Σικάγου» του Άαρον Σόρκιν, όμως αυτήν την φορά αναλαμβάνει και χρέη σκηνοθέτη για το «Όταν το Φως Πέφτει» και αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, καλύτερα να μη το είχε κάνει.
Η ιστορία ακολουθεί την Κλάρα (Ελένσιο) ένα μοντέλο που έχει επισκεφτεί την Ελλάδα μαζί με τη φωτογράφο σύντροφό της Έλα (Λούπα), προκειμένου να περάσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Μια μέρα θα αποφασίσουν να εξερευνήσουν και να φωτογραφήσουν ένα παρατημένο ξενοδοχείο, όμως ένα ατύχημα θα ενώσει, εντελώς αναπάντεχα, τις μοίρες τους με αυτές τριών αλλοδαπών μεταναστών που ζουν στο χώρο. Η κατάσταση θα βγει εκτός ελέγχου και πλέον η ασφάλεια κανενός δεν είναι εγγυημένη.
Η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται στο γεγονός πως μοιάζει σαν να βλέπεις ταυτόχρονα δυο διαφορετικά πράγματα - ένα editorial μόδας θερινής ραστώνης και ένα κακό sexploitation β’ διαλογής που είναι κακό συνειδητά, παραχώνοντας μέσα στο κινηματογραφικό του αφήγημα όλα τα σύνδρομα και τα στερεότυπα της ελληνικής, καλοκαιρινής πραγματικότητας.
Το σενάριο του Σβεν Νταγκόνες διακρίνει τους χαρακτήρες του σε κακούς Αλβανούς/εργάτες-θηρευτές και σε γυναίκες που δέχονται τη βία ποικιλοτρόπως, τρέχοντας να γλυτώσουν μέσα σε μικροσκοπικά μπικίνι λες και το ενδοαφηγηματικό τους επάγγελμα (μοντέλο) λύνει αυτό το πρόβλημα της ηδονοβλεπτικής πρόσληψης της ηρωίδας. Γενικά θα θέλαμε να πιστεύουμε πως αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας αυτά τα φυλετικά κατάλοιπα, να όμως που εν έτει 2025 συνεχίζουμε να βλέπουμε ιστορίες με γυναικείους χαρακτήρες σε απόγνωση που φέρουν το «κοστούμι» του θρίλερ επιβίωσης, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου αυτό.
Η ταινία διαθέτει μια ποιότητα εικόνας που πιστώνεται τόσο στον Παπαμιχαήλ, όσο και στη διεθνή της συμπαραγωγή – Ελλάδα, Γεωργία, Αλβανία, Γερμανία – όμως όσο κι αν πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που «δείχνει» την τεχνογνωσία πίσω από τη κάμερα, τόσο προβληματικό παραμένει το σενάριο που μοιάζει καμωμένο από τις χειρότερες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Αν κάποιος θελήσει να αναζητήσει ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης εδώ, δεν θα το βρει, γιατί πολύ απλά η ίδια η προσέγγιση των επιμέρους θεμάτων δεν αποσκοπεί στην εύρεση των γενεσιουργών αιτιών της, παρά στην πρόκληση ενός shock value α λα New French Extremity, αλλά που ακόμα και εκεί είχε λόγο ύπαρξης στα πλαίσια ενός στυλιζαρισμένα βίαιου υπό-είδους που εξερευνούσε τα όρια της θηλυκής ανοχής και αντοχής απέναντι στο πατριαρχικό σύστημα. Εδώ η θυματοποίηση των πρωταγωνιστριών συγχέεται άμεσα με την εξωτερική τους εμφάνιση, με τον ίδιο τρόπο που η θηρευτική δράση των ανταγωνιστών εκπορεύεται της καταγωγής τους.
Πρόκειται για μια ιστορία βαθιά «ενοχλητική», όχι τόσο ως πλοκή, αλλά ως επίπεδο σύλληψης και γραφής από πλευράς του σεναριογράφου, που δεν λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, όχι μονάχα από άποψη ηθική(ς). Υπάρχουν σκηνές που για χάρη του gore δεν βγάζουν κανένα νόημα (μια συγκεκριμένα μοιάζει να αψηφά τους νόμους της Φυσικής), άλλες που ενισχύουν την πρόκληση του «σοκ για το σοκ» και άλλες που υφολογικά ανήκουν αλλού, σε άλλη ταινία, ενδεχομένως και σε κάποιο διαφημιστικό σποτ.
Το «Όταν το Φως Πέφτει» θέλει να είναι μια ταινία εκδίκησης, όμως αυτό που σου μένει στο τέλος είναι η επίγευση ενός εγχειριδίου διαβασμένου εντελώς λάθος, στο πως να κάνεις ένα revenge movie με ουσιαστικό περιεχόμενο.