Και ο Θεός έπλασε τη Μητέρα
Μa Mere, Dieu et Sylvie Vartan

Λαϊκή δραμεντί, απευθυνόμενη κυρίως στο συντηρητικό κοινό, με αξιοπρεπή εκτέλεση μιας γνώριμης συνταγής, αλλά και μια συζητήσιμη στάση προς την επιστήμη της ιατρικής.
Έχουν δοθεί οι αφορμές και έχουμε ξαναγράψει κατά καιρούς για τις διαφορές ανάμεσα στο λαϊκό θέαμα και στην παρέκβασή του, το λαϊκίστικο. Το σωστό, το έντιμο λαϊκό θέαμα, μιλά μεν τη γλώσσα του θεατή στον οποίο απευθύνεται – η οποία σπάνια συμπίπτει με εκείνη του κριτικού κινηματογράφου κι αυτό ο τελευταίος πρέπει να το αποδεχτεί και να προσεγγίσει το έργο αλλιώς- φέρει, όμως, και το στοιχείο της ενδοσκόπησης και της αυτοκριτικής, δεν χαϊδεύει τα αυτιά του ανθρωπότυπου που λογαριάζει για μέσο θεατή του. Το εγχώριο παράδειγμα που χρησιμοποιούμε συνήθως είναι εκείνο του Καραγκιόζη. Ο δημιουργός στις παραστάσεις του θεάτρου σκιών αγαπά τον ήρωα, τον συμπονά, τον καταλαβαίνει, ωστόσο διαφωνεί με τις παγαποντιές που σκαρώνει για να πιάσει την καλή ή για να γελάσει σε βάρος των υπολοίπων και στο τέλος, για να τον συνετίσει, τον τιμωρεί με το βαρύ χέρι του μπαρμπα-Γιώργου.
Στο «Μa Mere, Dieu et Sylvie Vartan», που βασίζεται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ρολάν Πέρεζ, ο νεαρός ήρωας, που γεννιέται με ραιβοϊπποποδία, καταφέρνει να περπατήσει, βάσει της αφήγησης πάντα, χάρη στην επιμονή της μανούλας (η Οικογένεια), στις προσευχές της (η Θρησκεία) και στα τραγούδια του εθνικού τραγουδιστικού συμβόλου Σιλβί Βαρτάν (η Πατρίδα). Φανατισμός δεν υπάρχει, αλλιώς η ταινία θα απευθυνόταν σε κοινό που δεν θα αποκαλούσαμε συντηρητικό αλλά κάτι άλλο, ωστόσο βρίσκουμε λίγο ενοχλητική τη στάση της ταινίας προς την επιστήμη της ιατρικής, σε μια περίοδο που αυτή αμφισβητείται έντονα. Ακόμα πιο ενοχλητικό είναι να θεωρούν οι δημιουργοί της πως αυτό το ρεύμα αμφισβήτησης βρίσκει απήχηση μόνο στη συντηρητική πτέρυγα –αλίμονο, η βλακεία σύνορα ιδεολογικά δεν γνωρίζει. Δεν αναφερόμαστε, φυσικά, μόνο σε όσα συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιώρου. Κάπου στα μισά της δεύτερης πράξης, η σύζυγος του ήρωα έχει έναν έντονο διάλογο με τον ιατρό της, με τον δεύτερο να παρουσιάζεται στην καλή περίπτωση ως αδαής κι ανήμπορος να βοηθήσει, στη χειρότερη ως κακόβουλη φιγούρα, που θέλει να την ταλαιπωρήσει άνευ σοβαρής αιτίας. Τέτοια στιγμιότυπα, σε συνδυασμό με την επίμονη αναγνώριση του αλάθητου προς μια μητρική φιγούρα αφόρητα παρεμβατική, φέρνουν αυτό το λαϊκό θέαμα πιο κοντά στην παρέκβασή του, για την οποία κάναμε λόγο στην εισαγωγή.
Παραμερίζοντας τα παραπάνω, οφείλουμε να πιστώσουμε στον Κεν Σκοτ γνώση της συνταγής του λαϊκού θεάματος, των σημείων που πρέπει να πατήσει το κουμπί του κοινού για να γελάσει ή να κλάψει, χωρίς να προσφέυγει στην ευκολία του μελοδραματισμού, να του πιστώσουμε και την αποτελεσματική κατάρτιση μιας σειράς ευφορικών μουσικών μοντάζ συμπυκνωμένης αφήγησης, αποτελούμενων από πλαν-σεκάνς που καλύπτουν μια ευρύτερη χρονική περίοδο, και, τέλος, την αξιοποίηση της ίδιας της Σιλβί Βαρτάν, που σίγουρα θα τέρψει τους θαυμαστές της - τώρα κατά πόσο η μικρή μομφή προς τη Φρανσουάζ Αρντί σε μια ταινία που συμμετέχει η Βαρτάν αυτοπροσώπως υποδεικνύει μια ελαφρά μικρότητα, το αφήνουμε στην κρίση σας.
Από εκεί και πέρα, αν διαβάζοντας τη φράση «ο Θεός δεν μπορούσε να είναι παντού, γι’ αυτό έφτιαξε τις μανούλες» σας διαπερνά ρίγος συγκίνησης, τότε μόλις βρήκατε την ταινία σας.