Οι Άγριες Μέρες μας
Οur Wildest Days

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βασίλη Κεκάτου προσθέτει τον ανθρωπισμό και την αλληλλεγγύη στο μοτίβο της παρέας/οικογένειας που διατρέχει το έργο μιας νέας γενιάς Ελλήνων δημιουργών, μα παρουσιάζει γνώριμα σεναριακά προβλήματα στα μισά του δρόμου.
Τόσο στη μικρή, όσο και στη μεγάλου μήκους παραγωγή μιας νέας γενιάς Ελλήνων δημιουργών, που μεγάλωνε (βιολογικά και κινηματογραφικά) την περίοδο της ακμής του επονομαζόμενου weird wave, παρατηρούμε δύο τάσεις. Η μία είναι η επιστροφή στα ελληνικά πράγματα, εκεί που οι προηγούμενοι συνειδητά παραμέρισαν την ελληνικότητα, επικαλούμενοι θεματολογία καθολικού ενδιαφέροντος και παρασκευάζοντας ταινίες που θα μπορούσαν να μιλούν μια άλλη γλώσσα. Η άλλη αφορά ένα διαρκώς επανερχόμενο μοτίβο, εκείνο της νεολαίας που προσπαθεί να χτίσει ένα κουκούλι έξω από την υπόλοιπη κοινωνία, σχηματίζει μια παρέα -υποκατάστατο της οικογένειας και στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, στην κοινή αποστροφή προς τους παραδοσιακούς θεσμούς και τα χρηστά ήθη και στο σεξ.
Οι «Άγριες Μέρες μας» του Βασίλη Κεκάτου εκπροσωπούν και τις δύο τάσεις. Αφορούν μεν την ελληνική επαρχία, αλλά παρουσιάζουν μια ελληνική επαρχία ολωσδιόλου τεχνητή. Ως απόρροια μιας σοσιομιντιακώς εννούμενης πραγματικότητας, βρίσκουμε εύλογη την τεχνητότητά τους. Αντιλαμβανόμαστε ότι πολλοί συνάδελφοι θα καταγράψουν την τεχνητότητα ως αδυναμία και τους καταλαβαίνουμε, μα αλίμονο αν μονάχα ο δρόμος του κοινωνικού ρεαλισμού ήταν ενδεδειγμένος ώστε να μιλήσουν οι δημιουργοί για ανάλογα ζητήματα – αφήστε που, όταν η γραφή γίνεται αυστηρά και σκληροπυρηνικά «φεστιβαλική», οι ταινίες δεν αφορούν το λαϊκό κοινό στο οποίο (υποτίθεται πως) απευθύνονται, λειτουργούν περισσότερο ως δεκανίκι ευαισθησίας για (υποτιθέμενα, πάλι) ανήσυχους προνομιούχους.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνο που φέρνουν στο προαναφερθέν μοτίβο της παρέας/οικογένειας. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτές οι ταινίες παρουσιάζουν σταθερά αγαπητικά και ποτέ επικριτικά νεολαίους εγωπαθείς και αυτοαπορροφούμενους, μετόχους μιας επανάστασης με αιτία, η οποία συνήθως μένει εκτός κάδρου – εκεί μέσα χωρούν μόνο το γκλίτερ, η «εναλλακτική» καλοπέραση, άπειροι προβληματισμοί και ελάχιστα προβλήματα. Έστω και με τον σχηματικό και αφελή τρόπο της δράσης και την τεχνητή φύση του σύμπαντος, τα αγρίμια που συνθέτουν αυτή την εναλλακτική οικογένεια βγαίνουν από το καβούκι τους, επιχειρούν να λειτουργήσουν αλληλέγγυα προς λοιπούς παρίες και πάσης φύσεως αδικημένους, ιδιοσυγκρασίας διάφορης από τη δική τους. Καταφέρνουν έτσι ένα πρώτο βήμα πέρα από την (είπαμε, αιτιολογημένη) εσωστρέφεια, μια απόπειρα επιστροφής στον κόσμο, τον οποίο προσπαθούν να κάνουν καλύτερο, στο μέτρο του δυνατού και με βάση τις παραστάσεις τους.
Από αυτή τη σκοπιά, οι «Άγριες Μέρες μας» δεν είναι μια ταινία από τις πολλές, φέρνουν κάτι δικό τους στον κανόνα, έχουν λόγο ύπαρξης και ιδανικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια «μεταβατική» δημιουργία. Επειδή, όμως πέρα από το δάσος υπάρχει και το δέντρο και ο θεατής αυτό πλήρωσε για να δει, μετά την καλλιγραφημένη (και πολυσυζητημένη) ερωτική σκηνή, που δεν εξυπηρετεί και πολλά δραματουργικά, η ταινία πελαγοδρομεί, σαν την ηρωίδα της, την οποία υποδύεται με ανεπιτήδευτη αυθάδεια η Δάφνη Πατακιά, μια πρωταγωνίστρια πρώτης γραμμής σε αναζήτηση ρόλων αξιώσεων.
Η τρίτη πράξη και το φινάλε λάμπουν δια της απουσίας τους, το σενάριο υποκαθιστούν εφηβισμοί, τον αυθορμητισμό επιτηδευμένοι στοχασμοί και τα φαντάσματα της σεναριακής κρίσης του εγχώριου σινεμά έρχονται, σαν από κακό όνειρο, για να στοιχειώσουν ένα φιλμ που ευδοκιμεί στην τρυφερότητα του, ατυχεί στις εντάσεις και τις συγκρούσεις του, λογαριάζει τα γαβγίσματα για χοκσικό –εκ του Χάουαρντ Χοκς- τελετουργικό ένωσης, μα στη συνέχεια καταλήγει να κυνηγάει την ουρά του.