Ριβιέρα
Riviera

Ταινία ενηλικίωσης για μια νεαρή γυναίκα που καλείται να αφήσει πίσω όλες τις αναμνήσεις με τις οποίες μεγάλωσε, προκειμένου η μητέρα της να πουλήσει την πανσιόν την οποία νοίκιαζαν σε παραθεριστές εδώ και χρόνια.
Ο Ορφέας Περετζής σκηνοθετεί μια coming of age ιστορία με φόντο την Αθηναϊκή Ριβιέρα, μια ιδέα που παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς τη νοηματοδοτική σύμπτυξη της απότομης ηλικιακής μετάβασης της ηρωίδας αφενός και της ευρύτερης «κινεζικής» ανάπλασης της περιοχής αφετέρου, που εξαναγκάζει τους ντόπιους σε φευγιό, σε αναζήτηση μιας άλλης, καινούργιας ζωής.
Πρόκειται για μια πλοκή σύγχρονη που ακουμπάει σε θεματικές του παρόντος, ιδιαίτερα με τις ολοένα και αυξανόμενες περιπτώσεις gentrification ολόκληρων περιοχών, καθώς και την «εισβολή» πολυάριθμων ξένων επενδύσεων με στόχο την πλήρη εμπορευματοποίηση των ελληνικών ακινήτων. Ναι, όλα αυτά υπάρχουν μέσα στην πλοκή και θα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπο να βλέπαμε μια ιστορία που να φέρνει στο προσκήνιο θέματα που απασχολούν – κυριολεκτικά – τους πάντες, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ακριβώς εδώ.
Εδώ έχουμε την Άλκηστη (Σαμιώτη) η οποία περνάει το καλοκαίρι της μαζί με την φίλη της Αφροδίτη (Μεϊτάνη-Καστρινάκη) κάνοντας βόλτες, μιλώντας στο Τζέρι – έναν ημιθανή φοίνικα – και γνωρίζοντας έναν τύπο αρκετά πιο μεγάλο από την ίδια, προκειμένου να «σφραγιστεί» κάπως το επιτακτικό καλοκαιρινό ειδύλλιο. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα για την Άλκηστη είναι πως η μητέρα της Άννα (Αποστολακέα) θέλει να πουλήσει την πανσιόν την οποία λειτουργούν οι δυο τους, προκειμένου να μετακομίσουν αλλού. Η Άλκηστη που βλέπει την απόφαση αυτή ως ξεπούλημα των αναμνήσεων που έχει από τον νεκρό πατέρα της, θα πάει κόντρα στην απόφαση αυτή με όποιον τρόπο μπορεί, ξεκινώντας από το καθάρισμα ενός τεράστιου λεκέ μούχλας που κάνει εντελώς απρόοπτα την εμφάνισή του σε ένα από τα δωμάτια της πανσιόν.
Η ταινία παίρνει άριστα δέκα για την ολόφωτη φωτογραφία του Γιώργου Βαλσαμή και τις φανταστικές τοποθεσίες των γυρισμάτων, δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο ούτε για το σενάριο, ούτε και για ορισμένες από τις ερμηνείες οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα.
Τώρα κάποιος θα πει ότι η πραγματικότητα είναι υποκειμενική και πως ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στην ταινία του. Κανείς δεν διαφωνεί με αυτό, παρόλα αυτά η πρόζα εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό πλαίσιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και με άλλα δομικά στοιχεία μιας ταινίας όπως ο φωτισμός, ο ήχος και η σκηνογραφία. Εδώ το πλαίσιο είναι καθημερινά ελληνικό, πράγμα που σημαίνει πως οι διάλογοι θα έπρεπε να είναι ανάλογοι. Αντ’ αυτού η ταινία «ολισθαίνει» στην εξεζητημένη πρόζα, όπως συμβαίνει σε μια πληθώρα ελληνικών ταινιών, ιδιαίτερα με τον χαρακτήρα της Άλκηστης που σε μια απόπειρα να καταστεί εναλλακτικός και εσωστρεφής, καταλήγει καρικατούρα. Αλήθεια, ποιος μιλάει έτσι;
Κατά τα άλλα η υπόλοιπη υπόθεση αναλώνεται σε άσκοπες περιπλανήσεις των νεαρών πρωταγωνιστριών – καλοκαίρι γαρ -, συζητήσεις που στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν βγάζουν νόημα, συγγραφικά τσιτάτα που προκαλούν αμηχανία και εφήμερους έρωτες με μεγαλύτερους άνδρες που δεν έχουν καμιά δουλειά να μπλέκουν με μικρά – οριακά ενήλικα – κορίτσια, όμως μπλέκουν γιατί κάπως πρέπει να εξυπηρετηθεί το σενάριο. Γενικά το «Ριβιέρα» είναι μια ταινία που θα μπορούσε να έχει προοπτικές, αν ήθελε δηλαδή να ξεχωρίσει από τον σωρό των ημί-weird ελληνικών παραγωγών. Υπάρχουν αρκετοί δευτερεύοντες χαρακτήρες εδώ για ωραίες υπό-πλοκές, ανάμεσά τους και η πρόσφατα αδικοχαμένη Σοφία Σεϊρλή που μαζί με τον Άλκη Παναγιωτίδη κάνουν υπέροχο ντουέτο.
Ο Περετζής ήθελε να κάνει μια ταινία απότομης ενηλικίωσης, τόσο απότομης όσο και αυτή της βίαιης αλλαγής του οικιστικού (και όχι μόνο) περιβάλλοντος γύρω μας. Αν η πλοκή δεν είχε «χαθεί» μέσα στην απόπειρά της να καταστεί συσχετίσιμη με τις αγωνίες της νέας γενιάς, θα μιλούσαμε για μια άλλη ταινία εντελώς.