Οι Καταραμένοι
The Damned

Μια μονάδα εμπροσθοφυλακής των Βορείων στον Αμερικανικό Εμφύλιο ιχνηλατεί άγνωστα, απειλητικά εδάφη και συλλογιέται τη ζωή και τη μοίρα της. Βραβείο Σκηνοθεσίας στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του περυσινού Φεστιβάλ των Καννών.
Το ντεμπούτο στη μυθοπλασία του Ιταλού αλλά αμερικανοθρεμμένου Μινερβίνι ξεκινά με μια σκηνή που ορίζει τον τόνο και το σήμα της ταινίας του. Όπως κάμποσες δουλειές που ξεκινούν με μια εικόνα φυσικής αγριότητας (σκέφτομαι τυπικά την «Άγρια Συμμορία» του Πέκινπα) θέλουν από την αρχή να οριοθετήσουν ότι το ερώτημα είναι η ζωή και ο θάνατος, η επιβίωση και η φυσική κυκλική (;) διαδικασία. Αντίθετα με την ταινία του Πέκινπα, όπου η αρχική σεκάνς έχει πολλά περισσότερα να επισημάνει σε αυτά που επίκεινται, η ταινία του Μινερβίνι θα κινηθεί σε πολύ ασφαλέστερα εδάφη. Άλλωστε είναι ένα ντεμπούτο προορισμένο για την φεστιβαλική κοινότητα, μια ταινία που με λίγα θέλει «να είναι στα λεφτά της», μια άσκηση ύφους δεδομένων δανείων που διερωτάται κατά πόσον μπορεί να χωρέσει παραπάνω περίσκεψη και να φιλοξενήσει περισσότερα από «ένα κάποιο βλέμμα».
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι απλή, σκληρά αρνητική και (ξανα)γεννά μια ολόκληρη κουβέντα γύρω από την σκοπιμότητα της εξόδου της στις αίθουσες. Όχι μονάχα από την μικροσκοπική πλευρά της διανομής, η οποία κάποτε, κάπως θα αποζημιωθεί, αλλά από την άποψη της στήριξης στην δύσμοιρη την κινηματογραφική αίθουσα την οποία κόβοντας 78 εισιτήρια όχι απλά οδηγείς σε απελπισία αλλά συνολικά ρημάζεις απομακρύνοντάς την από τους ολοένα και λιγότερους δυνητικούς θεατές της. Είναι μια άλλη, πολύ ευρύτερη, συζήτηση που δεν φαίνεται κανείς να θέλει να κάνει. Όλα μια δουλειά είναι, καθώς φαίνεται.
Η απάντηση στο πρώτο ζήτημα, όπως το καταλαβαίνω, αποκαλύπτει έναν σκηνοθέτη υβριδικό μεν στην αποφασισμένη μαλικικότητά του (sic), ο οποίος όμως είναι πλησίον της οροφής που μπορεί να περιμένει κανείς από ένα ανάλογης πρόθεσης σινεμά. Ο Μινερβίνι τεχνουργεί ένα τονικό ποίημα που γρήγορα σε κάνει να παραβλέπεις ότι μοιάζει με αυτές τις αναβιώσεις που κάνουν λάτρεις της στρατιωτικής ιστορίας ανά τον κόσμο. Στις εικόνες του ενυπάρχει μια σαγηνευτικά αντιφατική αίσθηση του χώρου, όπου η ομορφιά συναντά την ερήμωση και η αόρατη (ανθρώπινη) απειλή το ορατό πεπρωμένο, το οποίο άλλωστε ο τίτλος προδιαγράφει.
Καθότι τονικό ποίημα, με έμφαση στο τονικό, δεν θα πρέπει να περιμένετε την παραμικρή ένδειξη πλοκής. Τα πάντα εδώ συμβάλλουν σε μια διερώτηση πάνω στην ύπαρξη και την απορία περί της ουσίας της. Η ματαιότητα του πολέμου εισβάλλει ασφαλώς στην εικόνα, χωρίς όμως να ποδηγετεί το κλίμα προς μια απλοϊκή αντιπολεμικότητα. Το αμφίβολης αποτελεσματικότητας χαρτί της «ποιητικότητας» δεν θα πρέπει να ανησυχήσει τους πανταχόθεν εχθρούς της, αν και ο Μινερβίνι την επιτυγχάνει σε μια-δυο σκηνές (μία μάχης και μία ενός αλόγου στην θανατερή ερημιά) κατά τρόπο υπέροχο. Υπέρ του λειτουργεί η δημιουργική απόφαση μιας σκόπιμα ελλειπτικής περιγραφής, η οποία σε συνάρτηση με τον δουλεμένο αργό ρυθμό και την ευγένεια της ηχητικής μπάντας σου μεταδίδει περισσότερο το άλγος της παραφροσύνης του πολέμου παρά την αναζήτηση της πληροφορίας του «τι έγινε». Αυτό που συμβαίνει είναι ολοκληρωτικά μετατεθειμένο στο επίπεδο του νοήματος παρά μιας πλοκής.
Επ’ ουδενί μια κακή ταινία, αντιθέτως, μειονεκτεί ατυχώς σε κάτι που κάποιος θα θεωρήσει κύριο. Η εμφύλια σύγκρουση, ο αχός της οποίας μοιάζει πιο οικείος από ποτέ, ειδικά στις ΗΠΑ, το βλέμμα του εθνολογικά εξωτερικού παρατηρητή και (λιγότερο) οι μεταφράσεις του κινηματογραφικού είδους, υποτάσσονται σε βαθμό αφανισμού σε μια μάλλον εστέτ, art house λογική ταινίας που δεν θέλει (οπότε και δεν μπορεί) να διεκδικήσει χώρο πουθενά εκτός από την φεστιβαλική προβολή της και, ίσως, την παρουσία της σε μια αίθουσα ρεπερτορίου του μέλλοντος. Αίθουσα που ως γνωστόν απουσιάζει βροντερά στην χώρα μας.