The Fantastic Four: Πρώτα Βήματα
The Fantastic Four: First Steps

Χάρη στη ρετροφουτουριστική σκηνογραφία η ταινία ξεχωρίζει εντός του MCU, αλλά φοβάται να ενστερνιστεί πλήρως την καρτουνίστικη λογική της.
Ένα trend που φαίνεται να ακολουθούν οι τρέχουσες υπερηρωικές ταινίες είναι η μεταφορά του θεατή σε ένα σύμπαν ήδη έτοιμο. Όπως και στον πρόσφατο «Superman», η δράση ξεκινά in medias res, με ένα μοντάζ τηλεοπτικής εκπομπής να (επανα)συστήνει την ομάδα των Τεσσάρων Φανταστικών. Έχουν προηγηθεί τρεις διαφορετικές κινηματογραφικές εκδοχές των χαρακτήρων άλλωστε – ναι, μετράμε κι εκείνη των ΄90s, που γυρίστηκε αποκλειστικά για να κρατήσει τα δικαιώματα κινηματογραφικής μεταφοράς η παραγωγός εταιρεία- και μια γνωριμία από την αρχή μάλλον περιττεύει.
Η αίσθηση που αφήνουν αυτές οι ταινίες, είναι σαν να πετύχαμε τυχαία επεισόδιο ενός υπερηρωικού καρτούν στην τηλεόραση και να σταματήσαμε το ζάπινγκ για να το χαζέψουμε – μόνο που είναι live-action. Σε αυτό το επεισόδιο, λοιπόν, η oικογένεια των Τεσσάρων Φανταστικών ετοιμάζεται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος, μόνο που, λίγο πριν τα γεννητούρια, καταφθάνει ασημένιος άγγελος – η Τζούλια Γκάρνερ ως «Silver Surfer»- και ανακοινώνει πως ο πλανήτης επιλέχθηκε για να ξεγελάσει λίγο την ακόρεστη πείνα του Γκαλάκτους. Οι φαν των κόμικ θα χαρούν με τον πιστό σχεδιασμό του τελευταίου, ίσως χαμογελάσουν και λίγο βλέποντάς τον να βηματίζει βροντερά ανάμεσα στα ψηλά κτίρια του αστικού τοπίου, όπως στο «Silver Surfer: Parable» του Moebius. Οι σινεφίλ, με τη σειρά τους, αναμφίβολα θα μείνουν ικανοποιημένοι με την όψη της ταινίας. Τα ρετροφουτουριστικά κτίσματα, τα oχήματα και τα αντικείμενα populuxe αισθητικής και τα ειδησεογραφικά ιντερλούδια με φίλτρο τηλεοπτικών εκπομπών των ‘60s και την ανάλογη, στομφώδη εκφώνηση διαφοροποιούν το φιλμ από τον μέσο εκπρόσωπο του MCU και δίνουν απάντηση στο ερώτημα πώς θα έμοιαζε μια κινηματογραφική μεταφορά των «Jetsons».
Ωστόσο, η ταινία μοιάζει φοβισμένη να ενστερνιστεί πλήρως την καρτουνίστικη λογική της – το σχέδιο για να ξεφορτωθούν τον Γκαλάκτους όταν φτάνει στη Γη είναι βγαλμένο από τα Looney Tunes κι αυτό το λέμε ως παράσημο – κι έτσι δεν θα δούμε πχ. τον Ριντ Ρίτσαρντς να εξασκεί τις ελαστικές του υπερδυνάμεις σε μεγάλο βαθμό και με τρόπους ευφάνταστους, εν αντιθέσει με τους άλλους τρεις ήρωες, που έχουν πιο «παραδοσιακές» υπερδυνάμεις, λιγότερο «σαχλές» στο μάτι – και πάλι χρησιμοποιούμε θετικά το λήμμα της «σάχλας», αλίμονο αν δεν επιτρεπόταν ο σαχλαμαρισμός σε μια μεταφορά του συγκεκριμένου κόμικ. Το ενδοοικογενειακό δράμα, που στα χαρτιά εντείνεται λόγω διλήμματος φοβερού , θυσιάζεται στον βωμό ενός γοργού ρυθμού, ο οποίος αναπληρώνει την ένδεια της δράσης. Μόλις δύο set-pieces έχει η ταινία, απόφαση που ενδέχεται να ξενίσει μερίδα του κοινού, αν και δίνει χώρο στο χορωδιακό score του φορμαρισμένου Μάικλ Τζιακίνο να αναπνεύσει και δεν το πνίγει στις συνήθεις μεταλλικές κι εκρηκτικές «συγχορδίες» των ηχητικών εφέ.
Όπως αντιλαμβάνεστε από τα συμφραζόμενα, τίποτα φανταστικό δεν έχουν αυτοί οι Τέσσερεις Φανταστικοί, ωστόσο είναι ευχάριστοι στο μάτι και στο αυτί – και στη φάση που βρίσκεται το είδος, αυτό εκτιμάται. Άλλωστε, όταν θελήσουμε να δούμε μια πραγματικά καλή ταινία με υπερηρωική οικογένεια, μπορούμε πάντα να καταφύγουμε στους «Απίθανους» της Pixar.