The Surfer
The Surfer

Ένας άνδρας επιστρέφει με τον γιο του στην γενέτειρά του στην Αυστραλία, με σκοπό να κάνουν παρέα σέρφινγκ και να του αποκαλύψει ότι πρόκειται να αγοράσει το πατρικό σπίτι που είχε χάσει στο παρελθόν. Όμως την παραλία της νιότης του έχουν καταλάβει τοπικιστές νταήδες που του ανατρέπουν τη ζωή. Ίσως η πιο παράξενη ταινία με πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέιτζ τουλάχιστον από τον καιρό της συνεργασίας του με τον Βέρνερ Χέρτσογκ (2009) ή με τον Τσάρλι Κάουφμαν (2002). Σχετικά αντάξια, επίσης.
Μη έχοντας, εσκεμμένα, περαιτέρω πληροφόρηση για την ταινία έξω από το τρέιλερ, είχα την εντύπωση ότι αυτή θα ήταν μια ταινία αυτοδικίας, περασμένη ίσως στην meta-friendly (πλέον) περσόνα του Κέιτζ. Και ενώ θα μπορούσα να είχα πέσει και ακόμα εντυπωσιακότερα πιο έξω (να μιλάνε σουηδικά, φερ’ ειπείν), η αλήθεια είναι πως σταδιακά την προβλεψιμότητα αντικαθιστούσε η έκπληξη, το ενδιαφέρον, η βαθύτερη εντύπωση και τελικά ακόμα και ένα είδος συναρπασμού, αμβλυμμένο τελικά μόνο από το ότι η ταινία υπολείπεται κατασκευαστικά (στα μάτια μου). Ως έχει πάντως βάζει υποψηφιότητα για cult περιωπής και (θεωρώ) είναι εκ των πραγμάτων μια φιλόδοξη, πολύ ενδιαφέρουσα και εύστοχη ταινία. Αν είχε και καλύτερα συντεθειμένο κλείσιμο (το τελευταίο 20λεπτο) θα ήταν και πολύ πιο αποτελεσματική.
Αφήνοντας στην άκρη ότι θα περάσει ντούκου αναμενόμενα από μια πλευρά της κριτικής, καθώς και ότι δεδομένα οι λάτρεις του Κέιτζ θα βάλουν ένα ακόμα βέλος στην υπερασπιστική φαρέτρα τους, είναι η ταινία καθαυτή (τι έκπληξη) που διεκδικεί τις δάφνες της. Κι αυτό γιατί οι Λόρκαν Φίνεγκαν (σκηνοθέτης) και Τόμας Μάρτιν (σεναριογράφος) έχουν ανοίξει τα βιβλία του καλού αφηγηματικού σινεμά κι έχουν επιχειρήσει να βάλουν στο ίδιο καζάνι την φόρμα του b movie με την φιλοδοξία μιας αλλοτινής ταινίας-γεγονότος. Ας πούμε κάτι ανάμεσα στον Σιάμαλαν και τον Γκίλιαμ, τον Τουρνέρ και τον Κότσεφ (circa 1971), τον Λιντς και τον Κιούμπρικ, από κάποιους όμως που όσο λατρεύουν ισόποσα την φθηνή RKO του ’40 και την δεύτερη διαλογή του ’70, τόσο ζουν στο σήμερα και ποθούν διακαώς να μεταρσιώσουν επίκαιρη προβληματική σε διαχρονικές συσκευασίες αλληγορίας που διαχωρίζουν την τέχνη από την κοινή προζάτη καταγγελία ενός σινεμά που ραπάρεται παρά βλέπεται.
Καθώς κατεβαίνεις τους σουρεάλ ορόφους και ο λαβύρινθος ριζώνει καταπνικτικά μέσα σου, οι απαντήσεις αρχίζουν να σχηματοποιούνται...
Κάπως έτσι, κι έχοντας το νου μας να μην φθείρουμε την προσμονή με αποκαλύψεις περί της πλοκής, η ταινία είναι μια θαυμάσιας σύλληψης άσκηση πάνω στην συν-κινητική απόσταση της πλοκής με το θέμα. Πιο συγκεκριμένα αυτό που συμβαίνει σε πρώτο επίπεδο σύντομα λοξοδρομεί από προφητείες αυτοδικίας και ξεκινά μια καλοσυντονισμένη σκηνοθετικά και σεναριακά προσπάθεια πραγματείας πάνω σε θέματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο ο κακοήθης ανδρισμός, το ανδρικό-συζυγικό άγχος της επίτευξης, η ανασύνταξη της ταυτότητας (αφού έχει προηγηθεί ο εξευτελιστικός κατακερματισμός της), το άλγος της χαμένης νιότης, το βάρος της αποποίησής της και η διάσταση ανάμεσα στην υλιστική απαίτηση και την σωτηρία της ψυχής (που ως γνωστόν «είναι πολύ μεγάλο πράγμα»). Στην πράξη όσα συμβαίνουν στον κεντρικό χαρακτήρα (και το καθρέφτισμά του σε έναν ακόμα χαρακτήρα) είναι ο πολυμέτωπος -και διπολικός- πόλεμος συμπλεγμάτων/επίτευξης γύρω από το τι θα πει να είσαι άνδρας σε μια αέναα μοντέρνα/πρωτόγονη κοινωνία που σε φορτίζει με άγχη προμηθευτή και οικογενειακού στύλου ενόσω πάμπολλοι ομόλογοί σου καταντούν διεστραμμένοι εγκληματίες παίρνοντας τους εαυτούς τους για «άντρες».
Είναι εντυπωσιακό το πόσο ο Φίνεγκαν έχει δουλέψει το οπτικό μέρος της ταινίας σε συνεργασία με μια μυώδη διήγηση (96 λεπτά με τους τίτλους) και μια προσπάθεια να χτίσει το σύμπαν του Μάρτιν μέσα σε ένα περίκλειστο τείχος γεμάτο ηλίαση, αληθινές παραισθήσεις και ψευδείς προαισθήσεις, γεμάτο αναερόβια κλεισούρα παρότι αντίκρυ στην απεραντοσύνη του ωκεανού. Είναι επίσης εντυπωσιακό (για αυτόν τον θεατή) το πόσο ρευστά και αβίαστα έχει ξαναθυμίσει για λογαριασμό πολλών ομολόγων του, πώς σκηνοθετείται η έννοια του ονειρικού, πώς συντάσσεται δηλαδή μια φιλμική παράγραφος η οποία θυμίζει τους υποσυνείδητους λαβυρίνθους μας, την αποσταθεροποιητική ευθύτητα με την οποία ένα όνειρο ξεκινά ηλιόλουστο και εξελίσσεται σε εφιαλτικό βρόχο που σφίγγει τον λαιμό.
Αυτά, και πολλά ακόμα που δεν επιτρέπονται σε ένα προ θέασης κείμενο, είναι κύριο μέρος της γοητείας αυτού του απατηλά εξωστρεφούς (στην πραγματικότητα υπαινικτικού) φιλμ. Βλέπεις μια ιστορία της οποίας η έλλειψη εύλογης κυριολεκτικότητας θα ξενίσει σε ένα είδος κοινού, είναι μια έλλειψη όμως που εν μέσω αναστολών δυσπιστίας και μαγνητισμού από τις σειρήνες της κατασκευής (η ερμηνεία του Κέιτζ είναι μία, η αμφισβήτηση που οδηγεί σε απονεύρωση είναι μια άλλη) γίνεται η -ενίοτε ψυχεδελικά- κινούμενη άμμος που σε τραβά ολοένα βαθύτερα στο έργο. Καθώς κατεβαίνεις τους σουρεάλ ορόφους και ο λαβύρινθος ριζώνει καταπνικτικά μέσα σου, οι απαντήσεις αρχίζουν να σχηματοποιούνται – ατυχώς όμως σε μια σεναριακή κατασκευή τρίτης πράξης υπολειπόμενη των προσδοκιών που είχαν γεννηθεί. Δεν είναι όμως τα κύρια σημεία του σεναρίου, τα οποία παρότι σκορπούν κάπως την ατμόσφαιρα διαθέτουν ικανό σημειολογικό βάρος. Είναι ένα πλάτειασμα που έχοντας ρίξει τις μάσκες της αλληγορίας (έχοντας δηλαδή δώσει ευθείες απαντήσεις) δεν έχει την σκηνοθετική κάλυψη που θα κρατήσει το έργο στο προηγούμενο ύψος του. Το τέλος της ταινίας είναι περισσότερο αποτέλεσμα θεωρητικής σκέψης/διεξόδου, παρά κινηματογραφικής εξυπηρέτησης μιας λύσης.