Συνεργάτες και φίλοι, φιγούρες συνδεδεμένες με το σινεμά των καλύτερων μας χρόνων, αποχαιρετούν έναν σπουδαίο.
Είναι ανέξοδη η επιθετολογία στις μέρες μας, αλλά υπάρχουν, πραγματικά, μερικοί καλλιτέχνες για τους οποίους ό,τι κι αν γράψεις, ό,τι κι αν πεις, δύσκολα θα κατηγορηθείς για υπερβολή. Κι ο Ρέντφορντ με το συμπαγές πρωταγωνιστικό ΚΑΙ σκηνοθετικό έργο δεκαετιών, με την καταλυτική συνδρομή του στο σινεμά μέσω του Σάντανς, με τη στάση του εντός κι εκτός οθόνης, υπήρξε σύμβολο αμερικανικότητας, αλλά μιας Αμερικής ιδεα(λισ)τ(ικ)ής, απέχουσας παρασάγγας από την πραγματική Αμερική, εγγύτερης στο δέον, σαν τις κινούμενες εικόνες που κόσμησε με την παρουσία του. Για κάποιους είναι «παραμύθια», μερικοί πιστέψαμε σ’ αυτά και θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε μέχρι να καεί η λάμπα της τελευταίας μηχανής προβολής στον κόσμο και να γραφτεί στον ουρανό ένα «FIN» με neon.
Συνάδελφοι και φίλοι του, σύνδεσμοι κι αυτοί με μια άλλη κινηματογραφική εποχή που σιγά σιγά χάνει τους εκπροσώπους της – και θα συνεχίσει να τους χάνει, it is what it is, που λέει κι ένας άλλος Μπόμπι στο «Irishman» - έσπευσαν να τον αποχαιρετήσουν. Η Τζέιν Φόντα, με την οποία συμπρωταγωνίστησε ξανά πριν λίγα χρόνια στο γλυκύτατο «Our Souls at Night», στέκεται, αναμενόμενα, στην Αμερική που εκπροσωπούσε ο Ρέντφορντ. «Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Σήμαινε πολλά για μένα και ήταν υπέροχος άνθρωπος. Και έδωσε μάχη για μια Αμερική για την οποία αξίζει να συνεχίσουμε να πολεμάμε».
Η Μπάρμπρα Στρέιζαντ θυμάται τα γυρίσματα των «Καλύτερων μας Χρόνων». «Κάθε μέρα στα γυρίσματα ήταν συναρπαστική. Ήμασταν εντελώς διαφορετικοί. Εκείνος ερχόταν από τον κόσμο των αλόγων, εγώ είμαι αλλεργική σ’αυτά. Προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε περισσότερα για τον καθένα, όπως οι χαρακτήρες μας στην ταινία. Ο Μπομπ ήταν χαρισματικός, ιδιοφυής, έντονος, είχε πάντα κάτι ενδιαφέρον να πει και ήταν από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών. Την τελευταία φορά που τον είδα, ήρθε για γεύμα, συζητήσαμε για την τέχνη και αποφασίσαμε να ανταλλάξουμε τα πρώτα σκίτσα που σχεδιάσαμε. Δεν υπήρχε άλλος σαν αυτόν, νιώθω ευγνωμοσύνη για τη συνεργασία μας».
Ο Μάρτιν Σκορσέζε έχει κάνει αρκετά περάσματα από ταινίες δικές του και συναδέλφων του, σε καμία δεν υπήρξε καλύτερος από το «Quiz Show». Υποδυόμενος τον παραγωγό ενός στημένου τηλεπαιχνιδιού, δανείζεται μερικά κόλπα από το εγχειρίδιο του φίλου Ντε Νίρο, για να εξηγήσει με εύσχημο τρόπο στον δικηγόρο του Ρομπ Μόροου την αναπόδραστη «γοητεία» του καπιταλισμού. Από τη συμμετοχή του εκεί ξεκινάει τον αποχαιρετισμό του. «Όταν ο Ρέντφορντ μού πρότεινε έναν ρόλο στο «Quiz Show», τον αποδέχτηκα αμέσως. Είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως σκηνοθέτης, τελείως διαφορετική από ό,τι είχα δει στο παρελθόν. Ήταν μια υπέροχη εμπειρία από την αρχή μέχρι το τέλος. Από παλιά τον θαύμαζα ως ηθοποιό. Θυμάμαι σαν σήμερα να τον βλέπω στη θρυλική τηλεοπτική μετάδοση του θεατρικού «Ο Παγοπώλης Έρχεται» το 1960 και λίγα χρόνια μετά στο «Inside Daisy Clover». Και έπειτα το «Candidate» του Μάικλ Ρίτσι — μια ταινία και μια ερμηνεία που πάντα λάτρευα — οι ταινίες του με τον Πολ Νιούμαν, η συγκινητική του ερμηνεία ως Τζέι Γκάτσμπυ και η συνεργασία του με τον Σίντνεϊ Πόλακ, που εκτείνεται σε επτά ταινίες μέσα σε τρεις δεκαετίες. Αργότερα, όταν ο Μπομπ στράφηκε στη σκηνοθεσία, επένδυσε εκεί με την ίδια αφοσίωση που είχε ως ηθοποιός. Προσωπικά με συγκλόνισε το «The River Runs Through it», μια ταινία τόσο λιτή και στοχευμένη - μια ατόφια συγκινητική εμπειρία. Ο Μπομπ ήταν ένας μοναδικός καλλιτέχνης, μπροστά και πίσω από τον φακό. Ήταν επίσης ενεργό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του The Film Foundation, και έφερε στον κόσμο του αμερικανικού κινηματογράφου κάτι αναντικατάστατο με το Sundance. Θλίβομαι στην σκέψη ότι δεν θα τον ξαναδώ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον χρόνο που μοιράστηκα μαζί του».
Δεν έχουμε (και δεν χρειάζεται) να προσθέσουμε κάτι άλλο.