Σύμφωνα με τον Σαμ Γουόρθινγκτον, ο ηθοποιός-δημιουργός έχει ποντάρει τα ρέστα του εκεί, περιμένοντας το πρώτο μέρος να χτίσει κοινό που θα κάνει επιτυχία το (από πέρυσι έτοιμο) δεύτερο στις αίθουσες και θα φέρει τους απαραίτητους πόρους για το κλείσιμο της τετραλoγίας.
Δυο χρόνια πριν, η επιστροφή του Κέβιν Κόστνερ πίσω από τον φακό, δύο δεκαετίες μετά το «Open Range» με το πρώτο μέρος μιας western τετραλογίας, γυρισμένης κυρίως με δικά του κεφάλαια, έμοιαζε με εκείνο το σπάνιο πια προσωπικό project που τα βάζει με τους ίδιους τους Θεούς της Βιομηχανίας και του Σινεμά. Κι όπως μας έχει διδάξει η αρχαιοελληνική τραγωδία, συνήθως την ύβρη ακολουθεί η νέμεση – με ενδιάμεσες στάσεις την άτη και την τίση.
Παρά το standing ovation στις Κάννες, που όπως θα έχετε καταλάβει πια είναι ανέξοδο και μεγαλώνει ανάλογα με την παρουσία σταρ και τις ειδικές συνθήκες κάθε προβολής, η ταινία έλαβε χλιαρές κριτικές, που δεν βελτιώθηκαν από το δεύτερο (συχνά πιο αξίοπιστο από το φεστιβαλικό) κύμα κριτικής, όταν κυκλοφόρησε στις αίθουσες.Βασικά, όμως, ο (λιγοστός) κόσμος στις αίθουσες ήταν που πάτησε φρένο στο όραμα του δημιουργού, με το κοντέρ να σταματά στα 38 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως για μια ταινία που στοίχισε 100 εκατομμύρια δολάρια – προ marketing το νούμερο αυτό. Το ήδη γυρισμένο δεύτερο μέρος προβλήθηκε λίγους μήνες μετά στη Βενετία, γνώρισε επίσης χλιαρή υποδοχή και αναζητά ακόμα διανομή, ο δε Κόστνερ, που βρισκόταν ήδη στην ένατη μέρα γυρισμάτων της τρίτης ταινίας, έβαλε την παραγωγή στον πάγο.
Κινηματογραφικά μιλώντας, εκτιμούμε ότι το βασικό πρόβλημα της ταινίας προέκυψε από την τριβή του ηθοποιού με το «Yellowstone» και την πελώρια επιτυχία του τελευταίου, ειδικά στις μεσοδυτικές πολιτείες. Πίστεψε ότι αν εφαρμόσει τον τρόπο και την αφήγηση της τηλεόρασης στο σινεμά, θα συλλάβει τον τρόπο που προσλαμβάνει το θέαμα ένα σημερινό κοινό και θα αναστήσει εμπορικά το είδος του γούεστερν. Λογάριασε, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο, το κοινό μεγαλύτερης ηλικίας, που ήταν και το βασικό target group της ταινίας, έχει μάθει αλλιώς, θυμάται πώς ήταν το σινεμά πριν την τηλεοπτικοποίησή του και αυτό που έλαβε κατά την επίσκεψή του στον «Ορίζοντα», δεν ήταν απλώς κάτι που θα μπορούσε να δει και στο σπίτι, ήταν ακριβώς όπως αυτό που βλέπει στο σπίτι.
Σε αυτή την αγορά, του streaming, έχει ποντάρει τα ρέστα του ο Κόστνερ. Σύμφωνα με τον Σαμ Γουόρθινγκτον, ο δημιουργός περιμένει να αποκτήσει κοινό η ταινία σε εκείνη την αγορά και ελπίζει ότι αυτό το κοινό στη συνέχεια θα κάνει τη δεύτερη ταινία επιτυχία στις αίθουσες, που με τη σειρά της θα φέρει την χρηματοδότηση του τρίτου και του τέταρτου μέρους. Στο μεταξύ, το Netflix καραδοκεί και, εκτός συγκλονιστικού απρόοπτου, θα αποτελέσει το ύστατο καταφύγιο του δημιουργού. Δεν τον αδικείς που θέλει να βγει το όραμά του στη μεγάλη οθόνη, έχει μάθει κι αυτός αλλιώς.
Στο μεταξύ ακούστε τον Τζον Ντέμπνι να κλέβει αναίσχυντα τη δουλειά των M83 στο σάουντρακ της πρώτης ταινίας :