Μιλώντας περί σχέσης Τέχνης και Πολιτικής, καλλιτεχνικής ευθύνης και ιστορικής συγκυρίας, το ακραία αμφιλεγόμενο όνομα της Λένι Ρίφενσταλ αναφύεται ίσως και σαν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιθέσεων στον κινηματογραφικό 20ό αιώνα.
Η περίπτωση της Λένι Ρίφενσταλ, σαφώς μία από εκείνες που δεν μπορεί κανείς αντιμετωπίσει αψήφιστα ή επιπόλαια, θέτει επιτακτικά ηθικής φύσεως ερωτήματα γύρω από την Τέχνη. Ταυτόχρονα είναι η επιτομή της έννοιας του «Γερμανικού Τραύματος» (σε σχέση πάντοτε με τον Κινηματογράφο), αφού η συνεισφορά της στο χιτλερικό καθεστώς, ο προπαγανδισμός της ιδεολογίας του Γ' Ράιχ και η σαφής οικειότητά της (ευγενικά το λέμε) με πρόσωπα, καταστάσεις και τον ίδιο τον Χίτλερ, έρχεται σε καθηλωτική αντίθεση με την στάση της μετά τον Πόλεμο, όταν και συστηματικά αρνιόταν γνώση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, του Ολοκαυτώματος και όλων αυτών των γεγονότων που ενταφίασαν για πάντα κάθε έννοια αθωότητας περί του ανθρωπίνου είδους.
Το ντοκιμαντέρ του Γερμανού Άντρες Βάιλ, το οποίο προβλήθηκε στο περυσινό φεστιβάλ της Βενετίας, είναι μια γερμανοϊταλική παραγωγή που χρησιμοποιεί πρωτόφαντο υλικό από το προσωπικό αρχείο της Ρίφενσταλ, υλικό περιέχον φωτογραφίες, βίντεο, ηχογραφήσεις και γράμματα, όλα τους στοιχεία που περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την αφήγηση όχι μόνο περί του προσώπου της, αλλά και περί της δικής της αφήγησης για το ποιόν της. Είναι και αυτή μια κλασική μεν, ιδιαιτερότατη δε (λόγω της θέσης -και του ταλέντου- της) υπόθεση στην οποία καλείται κανείς, με την κάποια ψυχραιμία μιας σχετικής χρονικής απόστασης, να κατανοήσει μια ιστορία που τελικά υπερβαίνει τα ίδια τα πρόσωπα. (Προφανώς, υπάρχει και η άλλη όψη, αυτή μιας πιο «ασπρόμαυρης» αντιμετώπισης αυτών που δεν εκτιμούν αποστάσεις καλλιτέχνη/ανθρώπου, εκείνων που λόγω ιδεολογικών αφετηριών εκτιμούν την μία ή την άλλη περίοδο της Ρίφενσταλ ή και εκείνων που δεν ενδιαφέρονται καν για την περίφημη υπόθεση του μεταπολεμικού συλλογικού τραύματος των Γερμανών.)
Το τρέιλερ για κάποιον σχετικά κατατοπισμένο είναι συναρπαστικό, το έργο αναμένεται με ανυπομονησία, η ελπίδα να το δούμε και σε κάποια αθηναϊκή αίθουσα, ωστόσο, είναι ασθενική.