Δέσε Με!
¡Átame!
Μία από τις πιο προκλητικές στιγμές στην φιλμογραφία του Αλμοδόβαρ επιστρέφει στις αίθουσες με ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.
Αισθηματικό δράμα, ρομαντική κωμωδία ή θρίλερ; Παίζοντας με ένα σωρό διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, που προσπαθεί με την ίδια άνεση να συνδυάσει σε ένα φιλμ αλλά μόνο εν μέρει καταφέρνει, ο Αλμοδόβαρ υπογράφει το «Δέσε με!», δυο χρόνια μετά την επιτυχία του «Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης». Εκτός από το γεγονός ότι στάθηκε το βασικό εισιτήριο του Αντόνιο Μπαντέρας για την αναγνώρισή του στις Ηνωμένες Πολιτείες και χρεώθηκε, κατά την προβολή της στις αμερικανικές αίθουσες, τον εμπορικά βλαβερό χαρακτηρισμό του «Αυστηρώς Ακατάλληλο», για τη θερμή και αξέχαστη ερωτική σκηνή που μοιράζεται ο γοητευτικός ηθοποιός μαζί με την συμπρωταγωνίστριά του, Βικτόρια Αμπρίλ, η ταινία διηγιόταν μια ολότελα παράδοξη ερωτική ιστορία.
«Είμαι 23 χρόνων, έχω 50.000 πεσέτες στην τσέπη μου και είμαι ολομόναχος στον κόσμο», εξομολογείται ο νεαρός απαγωγέας στο θύμα του, την στιγμή που το δένει με σχοινιά σε ένα κρεβάτι. «Θα γίνω καλός σύζυγος για σένα και ένας καλός πατέρας για τα παιδιά σου» καταλήγει, ανακοινώνοντας στην ακινητοποιημένη Μαρίνα ότι θα μείνει μαζί της μέχρι να την πείσει να τον ερωτευτεί.
Το πρώτο μέρος του φιλμ σέβεται απόλυτα τους κανόνες του ψυχολογικού θρίλερ και τους τηρεί. Στην συνέχεια, ωστόσο, θεατής και πλοκή προσγειώνονται στο ξέφρενο αλμοδοβαρικό σύμπαν, εκεί όπου η λογική δεν έχει ιδιαίτερη αξία και όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν. Όπως τυχαίνει με τις περισσότερες ταινίες της πρώτης περιόδου του Iσπανού σκηνοθέτη, εντούτοις, έτσι και το «Δέσε με!» δεν καταφέρνει να εξαργυρώσει επαρκώς μέχρι τέλους τις άφθονες, ξέφρενες παραμέτρους που ορίζει εξαρχής το σενάριο. Η εκθαμβωτική σκηνογραφική άποψη, ο παροξυσμός χρωμάτων και μια διαρκής αίσθηση παραμυθιού καταφέρνουν, παρ’ όλα αυτά, να μεταθέσουν το φιλμ στη σφαίρα του ρομαντισμού και του χάπι εντ.