O Πύργος του Downton: To Μεγάλο Φινάλε
Downton Abbey : The Grand Finale

Απευθυνόμενο αποκλειστικά στους φαν της σειράς, το φιλμ φέρει ακέραια τα στοιχεία της ελαφρότητας και της κομψότητας που την έκαναν αγαπητή και κλείνει αφήνοντας περισσότερο την εντύπωση μιας νέας αρχής, παρά ενός οριστικού τέλους.
Oφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα σε σχέση με την τρίτη κινηματογραφική ταινία «Downton Abbey». Το ένα ότι πρόκειται για μυθοπλασία που εξιδανικεύει πλήρως το βρετανικό ταξικό σύστημα άλλων εποχών, θεωρεί αυτονόητη την οικειοποίηση του δράματος του αφέντη από τον υπηρέτη και λογαριάζει για έκφραση μέγιστης καλοσύνης τα στοιχειώδη – την έκφραση ευγνωμοσύνης του πρώτου προς τον δεύτερο για παράδειγμα. Δεδομένων των ηθών και των εθίμων της εποχής, ίσως και να ήταν τέτοια, σημασία, όμως, έχει η στάση του δημιουργού, που όχι μόνο υιοθετεί τη συγκεκριμένη οπτική, αλλά κρατά τα (μελο)δραματικά του οξυκόρυφα για τις σχετικές σκηνές. Δεδομένου πως τη σειρά και τις ταινίες υπογράφει ο Τζούλιαν Φέλοους, σεναριογράφος του «Gosford Park», εύλογα γεννώνται κάποιες υποψίες. Μήπως το σαρδόνιο ταξικό σχόλιο του αριστουργήματος του Ρόμπερτ Άλτμαν θα πρέπει να πιστωθεί αποκλειστικά στον τελευταίο κι ας ήταν ο Φέλοους εκείνος που έφευγε με (πανάξιο) Όσκαρ Σεναρίου από την απονομή εκείνης της χρονιάς; Δεν θα μάθουμε ποτέ.
Το άλλο είναι ότι το θέαμα αφορά αποκλειστικά τους φαν της σειράς – στην κριτική μας για την προηγούμενη ταινία κάναμε λόγο για τους «Avengers» ενός κοινού (κυρίως) μεγαλύτερης ηλικίας. Προεξοφλεί πρότερη, καλή γνώση των τηλεοπτικών σεζόν που προηγήθηκαν, με το συναισθηματικό αντίκτυπο του φαντασματικού χορού του φινάλε να στηρίζεται αποκλειστικά σ’ αυτή. Κοινώς, «φρέσκοι» θεατές καλό θα είναι να επιλέξουν την αποχή, ειδάλλως θα νιώσουν σαν τον υπογράφοντα, όταν καλείται να δει τη x ταινία anime, που κυκλοφορεί ενίοτε στις ελληνικές αίθουσες, και συνειδητοποιεί ότι αποτελείται από σύμπτυξη του 47ου και του 48ου επεισοδίου μιας ομώνυμης σειράς.
Η νέα αυτή ταινία, λοιπόν, κουβαλά την γλυκόπικρη αίσθηση ενός κλεισίματος , όπως και η προηγούμενη. Βέβαια, στην παράδοση της σειράς, τα πάσης φύσεως μικροδράματα, που λαμβάνουν διαστάσεις κοσμογονικών γεγονότων, ουδέποτε καταλύουν την ευφορία και την ευψυχία του θεάματος. Τα κοστούμια παραμένουν προσεγμένα, τα ασημικά στιλβωμένα χάρη στην εργατικότητα του (υπερβολικά) πρόθυμου υπηρετικού προσωπικού, οι βρετανικές προφορές άπταιστες και οι αμερικανικές προσθήκες ευπρόσδεκτες – επιστρέφει ο Πολ Τζιαμάτι, μέγας φαν της σειράς, ως άσωτος αδελφός μετά του Αλεσάντρο Νίβολα ως γοητευτικού φορέα αμερικανικής έπαρσης και «ιμπεριαλιστικής» διάθεσης.
Το κεντρικό δράμα στηρίζεται στην απροθυμία του λόρδου Γκράνθαμ να παραδώσει τα κλειδιά του οίκου στην κόρη του, η οποία αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα με την αριστοκρατία της περιοχής, λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της. Βρήκαμε πολύ χαριτωμένη την επιλογή του Φέλοους να φέρει τη λύση με την καταλυτική μορφή του Νόελ Κάουαρντ, που, στο σύμπαν της ταινίας, θα αντλήσει έμπνευση για μια μεγάλη επιτυχία του από την επίσκεψή του εκεί και θα δώσει την ευκαιρία στον αφελή θείο Πολ Τζιαμάτι να επενδύσει για μια φορά στη ζωή του σε εγχείρημα που θα φέρει πίσω χρήματα -οι δυο τους μοιράζονται και μια σκηνή γραμμένη με τον τρόπο του Κάουαρντ. Ίσως ονειροβατούμε, αλλά η ιδέα ότι μερίδα νεαρότερου κοινού θα αναζητήσει τον Κάουαρντ μετά την προβολή και θα ανακαλύψει μαζί του ένα (ωραίο) σινεμά που βασίστηκε στo έργο του ή υπηρέτησε ο ίδιος μπροστά από τον φακό, σχεδόν μας συγκινεί.
Σε γενικές γραμμές, όλα μοιάζουν στη θέση τους κι αφήνουν την εντύπωση ότι θα συνεχίσουν να είναι έτσι αφού αποχαιρετίσουμε (πρόσκαιρα;) τους ήρωες. Το μόνο που λείπει είναι οι δηκτικές παρατηρήσεις της Μάγκι Σμιθ, για πολλούς το highlight της σειράς. Οι Φέλοους και Κέρτις δεν εφηύραν κάτι για να αναπληρώσουν το απαραίτητο φλέγμα της κι από μια πλευρά ορθώς έπραξαν – ποιος θα μπορούσε ή θα τολμούσε να χωρέσει στα παπούτσια της Μάγκι Σμιθ;