Επικίνδυνη Αποστολή: Η Εσχάτη Τιμωρία
Mission Impossible: The Final Reckoning

Παρά τις δυο μακροσκελείς σεκάνς δράσης, όπου θέλεις να σηκωθείς όρθιος και να χειροκροτήσεις, η τελευταία «Επικίνδυνη Αποστολή» προδίδει τη φύση του franchise και το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του προκατόχου της, υιοθετώντας συνειδητά τερτίπια (και παθογένειες) του σύγχρονου blockbuster, ώστε να επαναφέρει εισπρακτικά μεγαλεία που το «Dead Reckoning» δεν κατάφερε να προσεγγίσει.
Δεν ήταν θέμα ποιότητας ο λόγος που το «Mission Impossible - Dead Reckoning: Part 1» δεν δούλεψε στα ταμεία όσο η έκτη «Επικίνδυνη Αποστολή» - και πολύ περισσότερο, όσο η προηγούμενη κινηματογραφική αποστολή του Τομ Κρουζ, το ιπτάμενο «Top Gun:Maverick»- αλλά κακού προγραμματισμού. Βλέπεις, το team του αγαπημένου ηθοποιού υποτίμησε το μέγεθος του τυφώνα «Μπαρμπενχάιμερ» που έσκασε μόλις μια εβδομάδα μετά, εκτοπίζοντας οτιδήποτε άλλο από την κινηματογραφική συζήτηση. Ελπίζαμε η απαλοιφή του «Part 1» από τον τίτλο να ήταν μια απόφαση παρμένη για μαρκετίστικους λόγους και μόνο, μα δυστυχώς ήταν προμήνυμα μιας ολικής αλλαγής ρότας, προκειμένου οι «Επικίνδυνες Αποστολές» να ξαναγίνουν «relevant». Θα παρατηρήσατε ότι συνεχίζουμε να μιλάμε με διαφημιστικούς όρους και, δυστυχώς, αυτό σχετίζεται (και) με το περιεχόμενο της ταινίας.
Στα μάτια μας το «Dead Reckoning» είναι η καλύτερη ταινία δράσης που είδαμε από την εποχή του «Mad Max:Fury Road», μια δημιουργία ευρισκόμενη διαρκώς σε κίνηση – άρα εναρμονισμένη με τη φύση του ήρωα της- με έναν ρυθμό μοναδικό, ευρήματα διαρκή, διάθεση ευφορική και κορύφωση ολότελα σπιλμπεργκική. Σε ένα (πολύ σημαντικό) δεύτερο επίπεδο, το φιλμ αποτελούσε και μια φιλμική Κιβωτό, που χώρεσε μέσα της όλο το (καλό) σινεμά απόδρασης του 20ου αιώνα και έθετε τους χαρακτήρες αντιμέτωπους σε μια τεχνητή νοημοσύνη, όπως και η ίδια πρότασσε την αντίθεσή της στο σινεμά του αλγορίθμου, που πασχίζει να αλλοιώσει τη φιλμική πραγματικότητα και να την προσαρμόσει στις ανάγκες του streaming. Περισσότερα στη σχετική κριτική που γράψαμε τότε.
Δυστυχώς, το «Final Reckoning» υπέστη ολική αναδιάρθρωση και κατέληξε να προδίδει την ταινία εκείνη, αλλά και όσα πρεσβεύουν ως σινεμά απόδρασης οι «Επικίνδυνες Αποστολές», έτσι όπως προσαρμόστηκε σε ένα άλλου τύπου σινεμά, πιο κοντά σε εκείνο που βλέπουμε συνήθως στις αίθουσες σήμερα. Στα μάτια των υπευθύνων, για να είναι πιο αρεστό το φιλμ, πρέπει να καταστεί εμφανέστερα μέρος μιας διευρυμένης αφήγησης. Κι έτσι Κρουζ και ΜακΚουόρι –ας μη γελιόμαστε, ο Κρουζ είναι συν-δημιουργός αυτών των ταινιών- εντοπίζουν σεναριακές τρύπες, που στη συνείδησή μας ποτέ δεν υπήρξαν, μόνο για να τις κλείσουν, επαναφέρουν τριτοτέταρτους χαρακτήρες από παλιότερες ταινίες, ώστε να τους καταστήσουν σημαντικό μέρος αυτής της ευρύτερης αφήγησης και να δώσουν την εντύπωση ενός στοχευμένα διευρυμένου κινηματογραφικού σχεδίου, και επιστρατεύουν τα ίδια φλασμπάκ ξανά και ξανά, για όποιον δεν τα πρόσεξε την πρώτη φορά.
Κι εδώ έρχεται η δεύτερη, ακόμα πιο λυπηρή αλλαγή δημιουργικής πλεύσης. Τα 90 πρώτα λεπτά της ταινίας μοιάζουν πλασμένα για θεατές που αντιμετωπίζουν το κινηματογραφικό θέαμα ως «second screen περιεχόμενο». Με συνεχές exposition, με ασταμάτητες επαναλήψεις και με διαρκή επισήμανση των στοιχημάτων, ακόμα κι αν κάποιος θεατής χαζέψει για 5-6 λεπτά στο κινητό του, η ταινία μεριμνά ώστε να ξέρει πού βρίσκεται. Και, μοιραία, αντιμετωπίζει ως χαζούς εκείνους τους θεατές που όντως πρόσεχαν. Χρειάζεται υπομονή, καλή θέληση και θαυμασμό ορκισμένου πιστού για να παραβλέψει κανείς αυτές τις συνειδητές δημιουργικές αποφάσεις που εμφανώς πάρθηκαν όχι προγραμματισμένα, αλλά υπό το πρίσμα των χλιαρών εισπράξεων του …τέως «πρώτου μέρους».
Αν και η ταινία έλαβε κριτικές εξίσου θετικές με το «Fallout», οι Κρουζ και ΜακΚουόρι στάθηκαν, θαρρείς, σε ό,τι μπορεί να ενόχλησε μια φωνασκούσα μειοψηφία των social media. «Ήταν λίγο χαζοχαρούμενο» – άρα ας κάνουμε τον τόνο του βλοσυρό. «Όλο δράση και, πού είναι το σενάριο» - λες και δεν έχουν σενάριο οι σκηνές δράσης, για τις οποίες φημίζεται το franchise άλλωστε, οπότε ας τους δώσουμε «σενάριο», το οποίο μεταφράστηκε καλλιτεχνικά με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. «Τα στοιχήματα δεν έμοιαζαν αρκετά μεγάλα» - οπότε εδώ ας φέρουμε την ανθρωπότητα στα πρόθυρα Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου κι ας το επισημαίνουμε διαρκώς, για να καταλάβουν οι «αντιφρονούντες» ότι όντως το διακύβευμα είναι πολύ σημαντικό - κι ας ήταν τέτοιο σε εκείνη την ταινία.
Από μια πλευρά, όντως κλείνει ένας κύκλος, καθώς το concept του «Final Reckoning» παραπέμπει σε εκείνο του «You, me and World War Τhree», το υπέροχο άσμα του Γκάβιν Φράιντεϊ που γράφτηκε για την πρώτη ταινία. Tο you είμαστε εμείς, το me o πρωταγωνιστής και ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών εντός, αλλά κι εκτός ταινίας- θα έρθουμε και σ’αυτό. Αν όμως ήταν συνειδητή παραπομπή, θα ακούγαμε το άσμα στην ταινία ή θα ενσωματωνόταν κάπως στο (άχρωμο και αόσμο) σάουντρακ της– εν προκειμένω, το «No Time to Die» το διαχειρίστηκε ορθότερα.
Κι εδώ παρατηρούμε μια άλλη σημαντική αλλαγή. Οι «Επικίνδυνες Αποστολές» λάμβαναν πάντα χώρα σε ένα αποδραστικό σύμπαν, ενώ εδώ για πρώτη φορά μοιάζουν να απευθύνονται ευθέως στον έξω κόσμο, σε έναν κόσμο διχασμένο. Σαν να αφουγκράστηκαν τους χτύπους του ρολογιού λίγο πριν χτυπήσει μεσάνυχτα, και να έβαλαν τον Ίθαν Χαντ στη θέση εκείνου που θα το επαναφέρει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Για να έχει αποτέλεσμα μια τέτοια προσέγγιση, θα χρειαζόταν μια μεθοδική αναθεώρηση αλά «Skyfall» και τον ανάλογο δημιουργό στο πηδάλιο. Εδώ βλέπουμε μια σειρά από σκόρπιες, μισοψημένες ιδέες, καλές στο χαρτί, όπως η εφαρμογή του αξιώματος «η ελπίδα είναι η καλύτερη στρατηγική» που διέπει τη σειρά σε επίπεδο υψηλής πολιτικής, αλλά στην πράξη τμήματα μιας ανερμάτιστης, δημιουργίας, καμωμένης σε συνθήκες εισπρακτικού πανικού και , έτσι κι αλλιώς, υπονομευμένης από τον διάχυτο μεσσιανισμό του εγχειρήματος.
Παρεμπιπτόντως, από τα ατέλειωτα κοντρ πλονζέ του τρίτου μέρους είχαμε να δούμε τον Κρουζ κινηματογραφημένο έτσι ναρκισσιστικά, μα αν εκεί ήταν σύμπτωμα της οξείας τηλεορασίτιδας που έφερνε ο Τζ.Τζ. Έιμπραμς στο φιλμ, εδώ φαντάζουν κι αυτά απόφαση συνειδητή, προς ανάδειξη της ρώμης και της αιώνιας νιότης του πρωταγωνιστή – κι αλίμονο, δεν χρειάζεται τέτοια τερτίπια ο Κρουζ, αυταπόδεικτες οι σχετικές αρετές. Επίσης, η πεισματική άρνησή του να συμβεί κάτι στην κινηματογραφική περσόνα του, που δεν επιτρέπεται να αποκαλύψουμε – αν και οι φαν κατάλαβαν ήδη - αναπόφευκτα φυραίνει την αίσθηση ενός τέλους, παρά τις εξαγγελίες του τίτλου και του προωθητικού υλικού.
Βέβαια, αφού γράψαμε όλα τα παραπάνω, να αναγνωρίσουμε ότι στο set-piece, στη σύλληψη, στη δομή και στην εκτέλεσή του, οι «Επικίνδυνες Αποστολές» δεν έχουν αντίπαλο. Εδώ υπάρχουν δύο όλες κι όλες μεγάλες σεκάνς – είπαμε, το προηγούμενο είχε «πολλή δράση» και έπρεπε να «διορθωθεί»- στη μία, την υποβρύχια, ο Κάμερον θα σηκωνόταν όρθιος και θα χειροκροτούσε, στην άλλη κρατάς την ανάσα σου, καθώς πονηρά ξεκινά από μια κασκάντα που έχεις ξαναδεί, μα στη συνέχεια τη μεγεθύνει, την επεκτείνει και την ανατρέπει.
Και να ξεκαθαρίσουμε και κάτι σημαντικό, πριν κλείσουμε. Τα δύο αστεράκια του αναγκαίου κακού της αστρολογικής αποτίμησης εκπροσωπούν το πλαίσιο των «Επικίνδυνων Αποστολών» και μόνο. Σε σχέση με τη μέση υπερπαραγωγή δράσης που βλέπουμε στις αίθουσες τα τελευταία χρόνια η ταινία είναι καλύτερη, σε κατασκευαστική επιμέλεια και έμπνευση υπερβαίνει το 95% οποιασδήποτε προσθήκης στο MCU, για παράδειγμα. Ωστόσο, επιστρατεύει όλα τα χαρακτηριστικά – ή τις παθογένειες, αν θέλεις- μιας ταινίας αυτής της λογικής. Κι αυτό στα μάτια μας, αποτελεί μια πικρή παραδοχή: μπορεί ο αλγόριθμος να ηττάται στο σύμπαν της ταινίας, αλλά στον πραγματικό κόσμο και στο σινεμά που (θα) βλέπουμε νίκησε κατά κράτος. Και το «Final Reckoning» όχι μόνο αποδέχεται αυτή την ήττα, αλλά τη φορά σαν παράσημο και παρελαύνει, δίχως υπόνοια μελαγχολίας για όσα χάθηκαν στην πορεία και όσα, μοιραία, θα εξαφανιστούν στη συνέχεια.
Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.