Ο Μοϊκανός - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Ο Μοϊκανός

Le Mohican

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Γαλλία
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρεντερίκ Φαρουτσί
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Φρεντερίκ Φαρουτσί
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Αλεξίς Μανεντί, Μαρά Τακέν
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ζαν Λαπουαρί
    ΜΟΥΣΙΚΗ: Rone
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: One From The Heart
    Ο Μοϊκανός

Κάπου στην Κορσική, σύγχρονοι φεουδάρχες αγοράζουν κάθε διαθέσιμη κι αδιάθετη γη από χωρικούς και βοσκούς. Όμως ο Ζοζέφ δεν θέλει να πουλήσει. Κι έπειτα από ένα δυστύχημα βρίσκεται καταζητούμενος από την Μαφία, αβοήθητος από το Κράτος και λαϊκός ήρωας από τους υπολοίπους.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Είναι ηλίου φαεινότερο στα κινηματογραφικά μας κιτάπια ότι ο Φαρουτσί εμπνέεται από το Γουέστερν. Γουέστερν το οποίο στις ιστορίες του (κινηματογραφικές και –συχνά pulp- λογοτεχνικές) αντλεί μέγιστα από την εποχή των μεγαλοϊδιοκτητών γης, που κάνουν τσιφλίκι τους τον κόσμο προς ίδια εκμετάλλευση και στην πορεία τσακίζουν όποιον πάει να ορθώσει ανάστημα. Στο οικοσύστημα του Γουέστερν, ενός είδους που έμμεσα λειτουργεί και σαν μια ιστοριογράφηση της μετεξέλιξης της κοινωνίας από φεουδαρχική σε αστική (με την ευρύτερη έννοια), η μονοκρατορία του μεγαλογαιοκτήμονα αμφισβητείται όχι μόνο από τον πιστολά/μισθοφόρο, αλλά και από την σταδιακή δημιουργία και άνοδο μιας έννομης δημοκρατικής/αστικής τάξης που θεωρητικά θα περιόριζε την δύναμη του. Ωστόσο, είναι δυστυχώς εξίσου σαφές ότι σήμερα, καθώς ο κόσμος βαδίζει ολοταχώς προς τα πίσω (σε οτιδήποτε εκτός από την τεχνολογία και τις υπηρεσίες μαζικής καταναλωτικής νάρκωσης), οι φεουδάρχες είναι πάντα εδώ, πιο απρόσιτοι και πιο ισχυροί από ποτέ, όχι ως πρόσωπα πια αλλά ως απρόσωπες αυτοκρατορίες που αγοράζουν γη για να την εκμεταλλευθούν – και πάλι προς ικανοποίηση και πολλαπλασιασμό του δικού τους πλούτου. Μια ματιά ας πούμε στην ακτή του Ελληνικού και σε φαινόμενα που δεν διαφέρουν στο παραμικρό από την δουλεία (νομίζαμε) περασμένων αιώνων είναι διαφωτιστική.

Μια ταινία τόσο πολιτικά ναΐφ μέσα στην οργή και τον πόνο της, όχι μόνο δεν αποτελεί μέρος μια λύσης αλλά δημιουργώντας νέα οργή, δίχως μέθοδο και κατευθυντικότητα, πολλαπλασιάζει το πρόβλημα

Έτσι λοιπόν η ταινία του Φαρουτσί έχει έναν πολιτικό λόγο ύπαρξης θεόρατο, εκτός βέβαια από τον αισθητικά δεδομένο κινηματογραφικό. Βέβαια, για να συνταιριάξει κανείς το δεύτερο (μια ταινία καταδίωξης, μια περιπέτεια ταύτισης με έναν αθώο που συγκρούεται με το Σύστημα) με το πρώτο (μια ταινία που θέλει να μιλήσει για την εποχή της, έστω, να περιγράψει την κατάσταση των πραγμάτων – κι από τίτλο να κλείσει το μάτι σε παλιές αλλά όχι λησμονημένες ιστορίες επεκτατισμού) χρειάζεται άλλο διαμέτρημα. Η φιλοδοξία ενυπάρχει, όμως σε 87 λεπτά και με μεσάζοντα της «αλλαγής» μια νεαρή που πληκτρολογεί stories στα σόσιαλ για να διεγείρει το κοινό αίσθημα, αβγά δεν βάφονται.

Η ταινία στο καθαρά περιπετειώδες μέρος της είναι καλογυρισμένη στην indie λογική της (μην περιμένετε τον «Φυγά» και μια σκηνή μονομαχίας πάει να θυμίσει Λεόνε και…μοιάζουν να χάθηκαν καρέ) και καταφέρνει στις αναπαύσεις της να κατεβάζει τον ρυθμό και να εστιάζει ανθρώπινα στο συλλογικό και στο ατομικό δράμα. Νοιάζεσαι για τον πρωταγωνιστή, συμπάσχεις με τους κτηνοτρόφους, στριμώχνεσαι από τον τρόμο των γκάνγκστερ που τους απειλούν. Διαβλέπεις κιόλας την ιδεολογική κίνηση από το τοπικό στο οικουμενικό. Ως εκεί.

Στην καλύτερη περίπτωση η ταινία παρατηρεί τον (ηρωικό, παρότι ακούσιο) επαναστάτη και τις δημώδεις ατραπούς της λαϊκής δυσφορίας που πολλαπλασιάζονται

Διότι έπειτα είναι τέτοια η απλοϊκότητα της θεματικής της εμβάθυνσης που την κάνει (στα μάτια μου) να φαίνεται χειρότερη και από τις φιλελεύθερες αμερικανικές ταινίες του που πιστεύουν ότι αν το γράψουν οι εφημερίδες το Κακό θα παταχθεί. Σε αυτό δεν βοηθά η αφέλεια των απαυδισμένων σόσιαλ διέσεων - οι οποίες και δίκαιες να είναι αγνοούν τρομακτικά την αδυναμία τους, την εγωπάθειά τους και το πόσο άτοπες αποδεικνύονται στην υπερ-αντίδραση που γεννούν. Δεν συμβάλλει επίσης η θυμικότητα της ινδαλματοποίησης - σε μια σκηνή τοπικής ροκ συναυλίας που μοιάζει γραμμένη στη λαδόκολλα. Ούτε, λίγο αργότερα, δίνει διέξοδο η ουρανοκατέβατη παρουσίαση της δειλής λογικής της κουκουλοφορίας σε μια σκηνή τόσο (κατ’ εμέ) αδιαυγή που δεν κατάφερα να συμπεράνω εάν εκτιμά αυτού του είδους την «λαϊκή οργή», εκτός από εύλογη, ως ορθή ή ατελέσφορη. Η ταινία, ασπόνδυλα, κόβει από την σκηνή αυτή σε μια άλλη που σχετίζεται πια με το ανθρωποκυνηγητό και δεν επιστρέφει ποτέ. Στο τέλος υπάρχει και μια ακόμα μιντιακή νύξη που δεν ξέρεις που πατά και που βρίσκεται. Στην καλύτερη περίπτωση η ταινία παρατηρεί τον (ηρωικό, παρότι ακούσιο) επαναστάτη και τις δημώδεις ατραπούς της λαϊκής δυσφορίας που πολλαπλασιάζονται.

Ο Φαρουτσί είναι (δίκαια) οργισμένος και απευθύνεται πια σε εμάς. Να κάνουμε όμως τι, να πολλαπλασιάσουμε τα αστεράκια επειδή είναι στη σωστή μεριά της Ιστορίας; Κάποιοι αναπόφευκτα (…) θα το κάνουν. Για άλλους, όμως, δεν πάει έτσι. Και μια ταινία τόσο πολιτικά ναΐφ μέσα στην οργή και τον πόνο της, μέσα στην (σχεδόν συντηρητική ε…) πίστη της στην παράδοση αντί στον «θαυμαστό καινούριο κόσμο», όχι μόνο δεν αποτελεί μέρος μια λύσης αλλά δημιουργώντας νέα οργή, δίχως μέθοδο και κατευθυντικότητα, πολλαπλασιάζει το πρόβλημα. Θα κρατήσουμε, κάποιοι όχι όλοι, μόνο ένα μέρος της κατασκευής και την κατάδειξη ενός ακόμα λόγου να βλέπουμε το ποτήρι του κόσμου μισοάδειο. Η Τέχνη χρειάζεται πολλά παραπάνω.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Ο Μοϊκανός
  • Ο Μοϊκανός