Το Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία
The Conjuring: Last Rites

Τίτλοι τέλους για το διάσημο ζεύγος παραψυχολόγων με μια τελευταία αποστολή, όχι την καλύτερη του επιτυχημένου, μπλοκμπαστερικού franchise, αλλά σίγουρα όχι και την χειρότερη.
Οι Έντουαρντ και Λορέιν Γουόρεν επιστρέφουν και πάλι στην ενεργό, κινηματογραφική δράση, με μια προσθήκη που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του διευρυμένου σύμπαντος του «Conjuring», το οποίο μετράει ήδη άνω της δεκαετίας, ένα κλείσιμο που ίσως έπρεπε να έρθει νωρίτερα όσο δηλαδή οι στερεοτυπικές τρομάρες των μετέπειτα ταινιών της σειράς, είχαν ακόμη κάτι να πουν στους φαν.
Αυτή τη φορά η υπόθεση είναι…οικογενειακή, αφού στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας βλέπουμε τους Γουόρεν να μεγαλώνουν την κόρη τους Τζούντι (Τόμλινσον), η οποία πασχίζει να συμβιβαστεί με την αντισυμβατική πλευρά των γονιών της, αυτή δηλαδή που συχνά πυκνά τους φέρνει αντιμέτωπος με δαίμονες και κακόβουλα πνεύματα. Μια τέτοια θα είναι και η τελευταία δουλειά που θα αναλάβουν, όμως όπως όλα δείχνουν η Λορέιν έχει ακόμη ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν.
Δεδομένου πως ο Τζέιμς Γουάν κρατάει πλέον μονάχα τη θέση του παραγωγού (ο ίδιος σκηνοθέτησε τα δυο πρώτα πολύ καλά «Conjuring»), παραμένει απορίας άξιο γιατί ο Μάικλ Τσάβες ανέλαβε να σκηνοθετήσει και την τελευταία ταινία του franchise, κυρίως μετά τα πιο αδύναμα (θα έλεγε κανείς και ιδιαιτέρως κακά) «Η Κατάρα της Γιορόνα» και «Το Κάλεσμα 3: Ο Διάβολος με Έβαλε να το Κάνω». Στην προκειμένη περίπτωση, ποιος έβαλε τον Τσάβες να το κάνει;
Η «Τελευταία Τελετουργία» είναι κάπως καλύτερη από τις προηγούμενες δουλειές του Τσάβες, όμως αυτό δεν λέει ακριβώς και πολλά, αφού τόσο ως ταινία τρόμου, όσο και ως συνέχεια μιας κινηματογραφικής σειράς, παραμένει αδύναμη και εξαιρετικά μακρόσυρτη σε επίπεδο ρυθμού, τόσο που η ταινία «γκαζώνει» μονάχα στο τελευταίο μισάωρο. Μέχρι τότε έχεις παρακολουθήσει ένα οικογενειακό δράμα, που οριακά θυμάται ότι είναι horror film κάπου στο τέλος, όμως μέχρι τότε είναι ήδη αργά.
Τα προβλέψιμα jump scares αποτελούν πια αναγνωρίσιμη μάστιγα του σύγχρονου τρόμου και δυστυχώς ετούτη εδώ η ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση, σε συνδυασμό δε με το φτηνό CGI και τις γελαστές μουτσούνες των φαντασμάτων (νισάφι κάπου με αυτή τη μόδα), η «Τελευταία Τελετουργία» ίσως και να αποτελεί την λιγότερο τρομακτική προσθήκη στο σύμπαν του «Conjuring».
Από την άλλη, η Βέρα Φαρμίγκα και ο Πάτρικ Ουίλσον παραμένουν το ζεστό, ανθρώπινο κέντρο των ταινιών αυτών, καθώς μετά από τόσα χρόνια η χημεία τους διατηρείται αναλλοίωτη, συνεπώς γνωρίζεις τι να περιμένεις τόσο από άποψη ερμηνειών, όσο και από άποψη περιεχομένου.
Κατά τα άλλα ο Τσάβες είχε μια ευκαιρία εδώ να κάνει μια ταινία για την κληρονομιά που εισπράττει η νέα γενιά από την προηγούμενη και πράγματι κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε θαυμάσια το story της Λορέιν με την κόρη της, το οποίο τελικά πηγαίνει ανεκμετάλλευτο υποπίπτοντας σε κλισέ του είδους και σε μια συντηρητική πεποίθηση που θέλει το άτομο να μην έρχεται αντιμέτωπο με τους φόβους του προκειμένου να τους υπερνικήσει, αλλά αντιθέτως να κρύβεται από αυτούς μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που η κατάσταση φτάνει στο μη παρέκει και το σενάριο – επιτέλους – το απαιτεί.
Το κλείσιμο του «Conjuring» αφήνει μια πικρή γεύση, όχι γιατί όλες οι προηγούμενες ταινίες ήταν καλές (κάποιες ήταν καλές, άλλες μέτριες και άλλες κακόγουστα κακές), αλλά γιατί φαίνεται πως ακόμα και στο τέλος οι δημιουργοί του δεν κατόρθωσαν να αποβάλλουν από το franchise τη σεναριακή ατολμία απέναντι σε νέες και πιθανώς ζουμερά δαιμονικές προκλήσεις. Αφλογιστία όπως λέει κάποια στιγμή και ο γαμπρός (!) του Εντ στην ταινία. Άντε και στα δικά μας.