Η Ζωή του Τσακ - ταινιες , παιζονται τωρα || cinemagazine.gr

Η Ζωή του Τσακ

The Life of Chuck

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

2024
    ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΗΠΑ
    ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μάικ Φλάναγκαν
    ΣΕΝΑΡΙΟ: Μάικ Φλάναγκαν
    ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Τομ Χίντλστοουν, Τσιγουέτελ Ετζιόφορ, Μπέντζαμιν Πάτζακ, Μία Σάρα, Μαρκ Χάμιλ, Κάρεν Γκίλαν, Τζέικομπ Τρέμπλεϊ
    ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Έμπεν Μπόλτερ
    ΜΟΥΣΙΚΗ: The Newton Brothers
    ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
    ΔΙΑΝΟΜΗ: Cinobo
    Η Ζωή του Τσακ

Προς αποφυγή κάθε μορφής spoiler, τρίτη (και μακράν ανώτερη) κινηματογραφική προσαρμογή Στίβεν Κινγκ από τον Μάικ Φλάναγκαν, αυτή τη φορά του ομότιτλου διηγήματος. Νεορομαντισμός της καλύτερης υφής, που εικονογραφεί μια ιστορική φράση από ποίημα του Γουόλτ Γουίτμαν και χαρίζει μια μεγάλη ρεβάνς του σινεμά κοινού σε μια εποχή που το χρειάζεται όσο ποτέ.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Αντιφάσκω, άραγε;
Πολύ καλά λοιπόν, αντιφάσκω.
(Είμαι αχανής, εμπεριέχω σύμπαντα.)


(μτφ. του υπογράφοντος)

Το παραπάνω εδάφιο, παρμένο από το περίφημο “Song of Myself” του Γουόλτ Γουίτμαν αποτελεί ίσως την κορυφαία στιγμή ενός μακρού, σε διαστάσεις όσο και σημασία, ποιήματος, που επισφραγίζει τόσο την προσωπική εργογραφία του καλλιτέχνη όσο χαρακτηρίζει την εποχή του Ρομαντισμού στην οποία γράφτηκε. Ίσως το χαρακτηριστικότερο σημείο της εποχής αυτής, πέρα από τον χαλασμό που επέφερε σε εθνικό επίπεδο στον χάρτη του ημισφαιρίου μας, υπήρξε η στροφή των καλλιτεχνών σε μια αναθεώρηση του εαυτού, μια επανεκτίμηση της σημασίας του Ατόμου και έναν επαναπροσδιορισμό στην σχέση με τη Φύση αλλά και τις λογιών δυνάμεις που ως τότε όριζαν και διαφέντευαν τις δυνατότητές του.

όπως κάθε μεγάλη «ταινία κοινού», αποζητά συναισθηματικό βλέμμα για να εκτιμηθεί

Μη έχοντας ίδια άποψη για το διήγημα του Κινγκ, θα υποθέσω μια ακριβή μεταφορά της πλοκής του – οπότε και της διαχείρισης της ρήσης Γουίτμαν - από τον πιστό Φλάναγκαν (στην 3η του προσαρμογή Κινγκ, όσες έχει και ο –ανώτερος- Φρανκ Ντάραμποντ). Αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, άλλωστε, θα βλέπαμε σοβαρή παραφθορά των προθέσεων, μιας και είναι σαφές από την αντίστροφη δομή του έργου (όπως και του διηγήματος) ότι το “I contain multitudes” αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο.

(Μια μικρή παράκαμψη: Παρότι ο Γουίτμαν κατηγορήθηκε στην εποχή του, από ομότεχνους και μη, για ένας είδος αυτοδοξολόγησης, ακόμη και εάν ένα κλάσμα της ατομοκεντρικής Ρομαντικής λογικής την δικαιολογεί, ο στίχος, όπως και πλήθος άλλων στο ποίημα, δεν θα πρέπει να εννοηθεί κατά τον μοντέρνο τρόπο που εκτείνεται από την life coaching παραίνεση έως την, κάπως παρατραβηγμένη δυστυχώς, προτροπή της επιπόλαιης ψυχοθεραπείας. Ο σκοπός του Γουίτμαν βρίσκεται πολύ μακριά από την εγωμανή αναγκαιότητα που βασιλεύει σήμερα.)

Η ταινία του Φλάναγκαν, όπως κάθε μεγάλη «ταινία κοινού», αποζητά συναισθηματικό βλέμμα για να εκτιμηθεί – και για να έχει αποτέλεσμα. Ο συναισθηματισμός της είναι διπλός. Η μια του πλευρά ενδέχεται να γεννά την μεγαλύτερη κριτική στο έργο, η άλλη του το κάνει ακαταμάχητο.

Για την πρώτη αυτή πλευρά απαιτείται η σκέψη μιας προϋπόθεσης. Όχι πολύ εύκολο να τεκμηριωθεί στις εδώ διαστάσεις ενός κειμένου, αλλά πιθανά ανεκτή όπως θα την διατυπώσω στο ευρύ βλέμμα, ακόμα και ενός σκεπτικιστή. Η υπόθεσή μου λέει ότι ο Κινηματογράφος εκπίπτει εικονογραφικά όσο απομακρύνονται οι δημιουργοί (και οι θεατές του) από την εποχή της Λογοτεχνίας. Κυρίως διότι όσο η Φαντασία των ανθρώπων καταλαμβάνεται από την μαζική απήχηση/πρόσληψη της Εικόνας, τόσο υποχωρεί η ανενόχλητη, αφού αμόλυντα προσωπική, φαντασίωση πάνω στην εικονογραφική μετάφραση των κειμένων. Με άλλα λόγια οι Εικόνες που συνελάμβαναν και συνέθεταν οι εικονογράφοι του κινηματογραφικού παρελθόντος (σκηνογράφοι, φωτογράφοι και σκηνοθέτες) ήταν πιο μοναδικές – και για αυτό ίσως πιο ενδιαφέρουσες – από αυτές που κατορθώνουν οι σύγχρονοί μας. (Προφανώς κάθε «κανόνας» έχει τις εξαιρέσεις του). Ως εκ τούτου, και αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό και στην ταινία μας εδώ, η όψη γίνεται υβριδική. Στην δε περίπτωση Φλάναγκαν, το σημείο αναφοράς είναι τόσο έκδηλο που πείθει ότι ο σκηνοθέτης διαπράττει homage. Πρόκειται βέβαια προς τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, που μαζί με τα σύγχρονα παιδιά του (Χάουαρντ, Ζεμέκις, Κολούμπους, Ντάντε, μεταξύ άλλων) σφράγισε τόσο έντονα την δεκαετία του ’80 ώστε σήμερα ένα μεγάλο αναλογικά μέρος της παραγωγής, δια μέσω των επιγόνων του, και καθώς ο κόσμος (ακόμα) αγκαλιάζει, να καταθέτει στεφάνια σωρηδόν.

Ο Φλάναγκαν, ειδικά στο πρώτο (σχεδόν) αριστουργηματικό κομμάτι της ιστορίας, είναι ο καλύτερος μαθητής, ο φόρος τιμής του μπορεί να σου φέρει δάκρυα στα μάτια – και ειδικά μια πρώιμη σκηνή, αυτή που περιλαμβάνει το κοσμικό ημερολόγιο του Καρλ Σαγκάν, μπορείτε να την χρησιμοποιήσετε σαν δείκτη για το αν η ταινία σάς αφορά. Γιατί σχεδόν; Γιατί η ταινία έχει λίγο (άλλοτε πολύ) παραπάνω διάλογο απ’ όσο απαιτεί το ιδιότυπο αυτό παραμυθιακό είδος και δεν είναι ένας ισορροπημένα και άψογα γραμμένος, αξέχαστος διάλογος.

Είναι λοιπόν μια υβριδική ταινία «Η Ζωή του Τσακ». Πειράζει;

Η ταινία εκτυλίσσεται σαν ένα παραμύθι. Εύπεπτο, οικείο, μα και σκοτεινό. Ως τον μυελό ακριβές, επίσης. 

Σε μια στιγμή του voice over της ταινίας (ένα voice over έξοχα επιτηδευμένο, χιουμοριστικό και ειρωνικό που μοιάζει – μακρινά – με τον σχολιαστή του «Μπάρι Λίντον»), στην δεύτερη πράξη, ο λογιστής Τσακ έχει λίγο κουραστεί από ένα συνέδριο λογιστών που παρακολουθεί. Τότε θα ακουστεί: «Μπορεί να μιλήσει την γλώσσα τους», αλλά (παραφράζω) υπάρχουν και άλλες γλώσσες που μπορεί και θέλει να μιλήσει. (Ο Φλάναγκαν, άραγε, απευθύνεται και στους κριτικούς του κινηματογράφου; Που όσο γερνούν στενεύουν και δέχονται μόνο τις δικές τους ταινίες αδυνατώντας να μιλήσουν, να καταλάβουν και να απολαύσουν τις γλώσσες άλλων;). Κάπου εκεί η ταινία, πριν από την εσαεί σκηνή ανθολογίας της (θα την αναγνωρίσετε αμέσως), αρχίζει να χτίζει για τα καλά το θέμα της διεύρυνσης, της άλλης οπτικής γωνίας, της αέναης δυνατότητας, που στο κάτω-κάτω θα την έλεγε κάποιος και συνώνυμο της ελευθερίας. Ακόμα περισσότερο θα την έλεγε και έμφυτο χάρισμα της σημασίας του να είσαι άνθρωπος. Φοβάμαι, καθώς με καταλαμβάνει προσωρινά ο απαισιόδοξος εαυτός (έχει δικό του σύμπαν και δαύτος), ότι ο λόγος που η ταινία δεν θα βρει το κοινό που οπωσδήποτε θα έβρισκε 20-30 χρόνια πριν, είναι ότι το προαναφερθέν δεν προσφύεται σε τόσους ανθρώπους, νέους ανθρώπους, πια. Είναι οπωσδήποτε μια άλλη, μεγαλύτερη, κουβέντα, όμως η ουσιαστική πίστη του έργου στην (και κατά Γουίτμαν) δυνατότητα, το κατεξοχήν Ρομαντικό αυτό στοιχείο, είναι ο (νεο)ρομαντισμός της που δεν την βοηθά σήμερα. Μακάρι να πέσω έξω, μακάρι με το ευλογημένο – και απαξιωμένο από το Χόλιγουντ – word of mouth να έρθει ο καιρός της.

Απαντώντας λοιπόν στο παραπάνω ερώτημα, όχι δεν πειράζει. Σχεδόν καθόλου δεν πειράζει. Η ταινία εκτυλίσσεται σαν ένα παραμύθι. Εύπεπτο, οικείο, μα και σκοτεινό. Ως τον μυελό ακριβές, επίσης. Μόνο αν το ενστερνιστείς λειτουργεί και σε νανουρίζει. Μόνο αν κοπιάσεις στον κόσμο του (είναι πολύ καταδεκτικό, όλους τους θέλει, όλους τους αφορά) θα φτάσεις στο επιμύθιό του. Ένα επιμύθιο μασκαρεμένο σε ένα τελικό twist που δεν χρειάζεται τόσο να έχεις πραγματοποιήσει κάμποσες περιστροφές γύρω από τον ήλιο, όσο να έχεις πιστέψει (για τον εαυτό σου και για τους άλλους) ότι ο χρόνος φαντάζει μεν –και είναι- πεπερασμένος, αλλά περικλείει αναρίθμητες επιθυμίες, μικρές θεσπέσιες κατακτήσεις, εκλεκτές εμπειρίες, σπουδαίες συναισθήσεις, χαραγμένες μνήμες και κτερίσματα στιγμών, θριάμβους, ήττες και ημιτελή όνειρα «που μπορεί να μην εκπληρώθηκαν αλλά είσαι ευτυχής που τα είχες», όπως έλεγε κάποτε μια άλλη ταινία. Ότι, τελικά, εντός μας ενυπάρχουν σύμπαντα.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  • Η Ζωή του Τσακ
  • Η Ζωή του Τσακ