Θεϊκό Τυρί
Vingt Dieux

Στην σύγχρονη αγροτική Γαλλία ένας 18χρονος αναγκάζεται να εγκαταλείψει πρόωρα και απότομα τις εφηβικές ατασθαλίες προκειμένου να αναθρέψει την μικρή του αδελφή και να βρει τον χώρο του στη ζωή. Μια ιστορία που ότι χάνει αρχικά λόγω μιας προβλεψιμότητας το υπερ-κερδίζει προοδευτικά σε γοητεία, αισιοδοξία και ζεστασιά. Βραβείο Νεότητας στο Ένα Κάποιο Βλέμμα των περσινών Καννών.
Το ντεμπούτο της Λουίζ Κουρβουαζιέ είναι φωτογραφημένο με όλη την ζωηροχρωμία και την καλοπροαίρετη αποποίηση ευθύνης της νεότητας. Όχι ότι λησμονεί την δραματουργική ισορροπία, ή δεν μεριμνά για χαρακτήρες και ερμηνείες που να μαγνητίσουν. Η πρώτη υπάρχει, χωρίς όμως το υπέρβαρο άγχος και την σπουδαιοφάνεια άλλων σκηνοθεσιών. Οι πράξεις θα έχουν τις συνέπειές τους, ενίοτε με πόνο, αλλά δεν θα προκαλέσουν θρομβώσεις σκυθρωπότητας στο έργο, δεν θα το φρενάρουν. Ακριβώς όπως συμβαίνει στη νεότητα. Οι δε χαρακτήρες έχουν μια στιλπνότητα στο βλέμμα, μια ευθύτητα ακόμα και στις (αληθοφανείς) ανοησίες τους που τονίζεται κινηματογραφικά από ωραίες ερασιτεχνικές ερμηνείες και σε μια περίπτωση (της Μαϊγουέν Μπαρτελεμί) με την ασύλληπτη γοητεία της φωτογένειας. Συμφωνούν τα Σεζάρ μαζί μας, κέρδισε φέτος το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης για το έργο. Βασιζόμαστε στον Θεό του σινεμά, να εισακούσει την υπο-θεότητα του φακού και να την φέρει ξανά στο διάβα μας.
...σου φτιάχνει το κέφι, δεν σπάει τίποτε κοντέρ ριζοσπαστισμού στην εικονογράφηση, αλλά είναι ένα σινεμά που από μέσα σου προσεύχεσαι να δει ο κόσμος, να χαρεί, να βγει από την αίθουσα με μια ζωηρότητα και μια ευεξία
Είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι το φόρτε της ταινίας είναι η αρχική της έμπνευση να μετακινήσει το έργο από το κοινότοπα σκοτεινό αστικό περιβάλλον στην ηλιόλουστη γαλλική αγροτική εξοχή, κρατώντας μια σχετικά νεορεαλιστική ακεραιότητα. Μην φανταστείτε όμως κάμερες στον ώμο που να θέλεις δραμαμίνες στο τέταρτο, ούτε ημιφωτισμένα (κακοφωτισμένα) artsy fartsy κάδρα με κόκκο και συμπάθεια. Το γύρισμα είναι στρωτό, ακριβοδίκαιο και πρωτίστως εμπεριέχει ακριβώς αυτή την ακεραιότητα απέναντι στην γενιά που απεικονίζει. Χωρίς αποήχους γενεαλογικής τραγωδίας, τζάμπα πεσιμισμό και διδασκαλία από άμβωνος, το έργο ξέρει πολύ καλά την γενιά του (μας την επανασυστήνει κιόλας), την βάζει να μαθαίνει εκείνα που η κοινωνική συνοχή απαιτεί, την τιμά για την αντοχή της στην πρόωρη δυσκολία, για την εργατικότητα μα και την ορμή της στην χαρά της ζωής, ενώ της επιφυλάσσει ένα φινάλε-γιορτή αγώνα, συγχώρεσης και σέξι νεανικότητας.
Γενικώς σου φτιάχνει το κέφι, δεν σπάει τίποτε κοντέρ ριζοσπαστισμού στην εικονογράφηση, αλλά είναι ένα σινεμά που από μέσα σου, άντε και σε κανένα κείμενο, προσεύχεσαι να δει ο κόσμος, να χαρεί απλά κι ωραία, να βγει από την αίθουσα με μια ζωηρότητα και μια ευεξία. Και ακολούθως να αρχίσουν και οι παραγωγικές δυνάμεις της βιομηχανίας να ζητούν περισσότερο να δημιουργείται και να προωθείται ανάλογα αίσια, ρεαλιστικά αίσια, κινηματογραφία.