«Θερινά ημερολόγια κυνηγού φαντασμάτων»: Ο Άγγελος Φραντζής αναζητά τον αόρατο κόσμο του ελληνικού σινεμά - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
14:24
30/4

«Θερινά ημερολόγια κυνηγού φαντασμάτων»: Ο Άγγελος Φραντζής αναζητά τον αόρατο κόσμο του ελληνικού σινεμά

Το αφιέρωμα «Φαντάσματα» της Ένωσης Σκηνοθετών - Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΣΠΕΚ), μία συναρπαστική εξερεύνηση του γοητευτικού, αθέατου κόσμου του ελληνικού σινεμά, ολοκληρώνεται απόψε 30 Απριλίου. Με αφορμή τις σινεφιλικές «σεάνς» που «στοίχειωσαν» με επιτυχία τον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ, ο Άγγελος Φραντζής μοιράζεται το προσωπικό του ημερολόγιο ως ένας γνήσιος, κινηματογραφικός ghostbuster του ελληνικού σινεμά.

Από τον Άγγελο Φραντζή

Πριν από δυο χρόνια, μου ζητήθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης να διεξάγω μια έρευνα με σκοπό την αποκόμιση κάποιων ασφαλών συμπερασμάτων σχετικά με την παρουσία του αόρατου κόσμου μέσα στον ορατό ελληνικό ορίζοντα του κινηματογράφου μας. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να τιμήσω την υπογραφή μου και να εκπληρώσω την υποχρέωση μου αυτή. Προς μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι τα φαντάσματα του ελληνικού κινηματογράφου διαφεύγουν της σύλληψης και ταξινόμησης, πράγματα απαραίτητα προκειμένου να γίνει μια επιστημονική επεξεργασία των στοιχείων. Αντ’ αυτού, σας παραδίδω το ημερολόγιο της θερινής έρευνας μου ελπίζοντας ότι ίσως οι σκόρπιες αυτές σημειώσεις μπορεί να βοηθήσουν κάποιον άλλο, πιο έμπειρο από εμένα, μελετητή των μεταφυσικών φαινομένων.

Δευτέρα 5 Ιουνίου  (Αγίου πνεύματος)

Σήμερα είμαι πολύ χαρούμενος. Ξεκινάω την έρευνα μου με μεγάλη διάθεση.  Έχω συλλέξει έναν μεγάλο αριθμό ταινιών και βιβλίων προκειμένου να αντιληφθώ ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες των ελληνικών κινηματογραφικών φαντασμάτων. Υπάρχει κάποια μοναδικότητα στα ελληνικά φαντάσματα στο σινεμά ή μήπως, όπως και σε άλλα θέματα, είμαστε ουραγοί στην απεικόνιση των παραφυσικών φαινομένων; Μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για τα φαντάσματα της πατρίδας μας;

Μελετώ την υπέροχη έκδοση των Σαπρόφυτων Atlas Horribilis. Μεταφυσικά συμβάντα έχουν ταράξει την ελληνική κοινωνία όλο τον 20ο αιώνα. Διαβάζω αποσπάσματα εφημερίδων και περιοδικών. Οι «ψυχικαί έρευναι» είναι πολύ διαδεδομένες στην Ελλάδα. Μέντιουμ έχουν πολλές φορές συνεργαστεί με την αστυνομία για την διαλεύκανση υποθέσεων, ενώ αφθονούν τα στοιχειωμένα σπίτια, νοσοκομεία, στοές… γενικά πλούσιο υλικό. Είμαι αισιόδοξος. Ακολουθεί ο ελληνικός κινηματογράφος αυτές τις ενθουσιώδεις εξερευνήσεις; Υπάρχουν ταινίες που εξερευνούν τον αόρατο κόσμο; Που να αναζητήσω τα φαντάσματα του ελληνικού κινηματογράφου;

Ξεκινώ με τις ταινίες είδους. Στο φτωχό ελληνικό σινεμά του φανταστικού. Που άλλού να βρω φαντάσματα. Βάζω να δω την θρυλική ταινία του Κώστα Καραγιάννη Η Μάσκα του Διαβόλου του 1976. Βρίσκω έναν μινώταυρο που βγάζει φωτιές από την μύτη του κάτω από τους ήχους του Brian Eno. Ανατρέχω στις ελάχιστες ταινίες που διαχειρίζονται αμιγώς το φανταστικό σαν είδος, από τις ταινίες του Νίκου Μαστοράκη, μέχρι τα Σημάδια της Νύχτας του Κοκκινόπουλου, τη Μέδουσα του Λαζόπουλου ή Το Κακό του Νούσια. Δεν είναι οι φαντασματικές παρουσίες που αναζητώ. Αλλά τι αναζητώ;

Τρίτη 10 Ιουνίου

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τι είναι ένα φάντασμα;

Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια είναι η ψυχή ή το πνεύμα ενός πεθαμένου ανθρώπου ή ζώου που μπορεί να εμφανιστεί, σε ορατή μορφή ή άλλη εκδήλωση, στους ζωντανούς. Η συνηθισμένη έννοια του φαντάσματος είναι η εμφάνιση μιας άυλης και άπιαστης μορφής ενός αποθανόντος ανθρώπου στο ορατό ανθρώπινο φάσμα.

Ποιο είναι όμως το φάσμα του ορατού;

Απαντούν τα βιβλία φυσικής: Είναι η ζώνη του ορατού φωτός, μία στενή ζώνη του φάσματος της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, στην οποία είναι ευαίσθητο το αισθητήριο της όρασης του ανθρώπου, δηλαδή ο ανθρώπινος οφθαλμός. Κάτι ελάχιστο δηλαδή… και το ίδιο ισχύει και για τις άλλες αισθήσεις μας. Το ορατό ή η πραγματικότητα είναι το πεδίο εκείνο που μπορούν να αντιληφθούν οι αισθήσεις μας δια μέσου του ατελούς βιο-υπολογιστή μας και της φυσιολογίας μας.

Και δεν φτάνει μόνο αυτό… ο εγκέφαλος μας νομίζει ότι βλέπει την ροή της κίνησης, ενώ προσλαμβάνει ακίνητες εικόνες. Το μετείκασμα, αυτή η ατέλεια της όρασης ψευδώς παράγει κίνηση από ακίνητες εικόνες. Ο ίδιος ο κινηματογράφος δηλαδή και τα 24 καρέ του, είναι ένα υπέροχο παράδειγμα της ατελούς εγκεφαλικής επεξεργασίας αλλά και της φαντασματικής ύπαρξης αυτού που αποκαλούμε πραγματικότητα.

Αν όμως η ίδια η πραγματικότητα είναι το φάντασμα τι ψάχνουμε ακριβώς; Σίγουρα θα περιόριζε βέβαια πάρα πολύ την έρευνα μας η αναφορά μόνο σε μεταθανάτια οράματα.

Το μυαλό μου πάει κατευθείαν σε μια ταινία: Τα Χρώματα της Ίριδας του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Μια κωμωδία γύρω από ένα φάντασμα που εξερευνά ταυτόχρονα την φύση της πραγματικότητας.

Στην αρχή της ταινίας, στο γύρισμα ενός διαφημιστικού σε μια παραλία, ένας μοναχικός άνδρας με πλαστική ομπρέλα μπαίνει κατά λάθος μέσα στο πλάνο. Όταν του ζητάνε να βγει από το πλάνο, εκείνος ζητάει συγνώμη, μπαίνει στη θάλασσα και εξαφανίζεται. Μόνο η ομπρέλα μένει. Το περιστατικό καταγράφεται σε φιλμ μια και η κάμερα είναι εκεί. Όλοι το είδαν. Ο άνθρωπος δεν βγήκε ποτέ από την θάλασσα, το πτώμα του δεν βρέθηκε από το λιμενικό. Ήταν μια συλλογική οπτασία; Κι αν ήταν όντως φάντασμα, πως γίνεται να καταγράφηκε σε φιλμ;

Σε όλο το φιλμ, ο Τσακίρογλου, ο μουσικός ήρωας της ταινίας αναζητά την αλήθεια. Προσπαθώντας να λύσει το αίνιγμα ενός παράδοξου διερευνά το φάσμα του ορατού. Τα όρια των χρωμάτων της ίριδας, τα όρια του κινηματογράφου και άρα τα όρια του πραγματικού.

Η φιγούρα του Κώστα Σφήκα που μπαίνει στη θάλασσα είναι ένα φάντασμα που δεν θα σταματάει να γεννά ερωτήματα. Ο ίδιος ο Κώστας Σφήκας με την ζωή και το έργο του είναι άλλωστε ένα από τα πιο αινιγματικά φαντάσματα του κινηματογράφου.

Κάνω μια πολύ γρήγορη αναζήτηση στο μυαλό μου. Ποιο είναι για μένα το πρώτο φάντασμα στον ελληνικό κινηματογράφο;

Είμαι πολύ κουρασμένος. Πέφτω να κοιμηθώ με αυτήν την ερώτηση να περιστρέφεται γύρω μου.

Σάββατο 14 Ιουνίου

Εδώ και τρεις μέρες δεν έχω δουλέψει καθόλου. Ο λόγος είναι ότι τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί νιώθω μια παρουσία στο δωμάτιο μου. Το πρωί ξεκινάω την ημέρα μου εξαντλημένος από την βραδινή προσπάθεια του να αναγνωρίσω ποια είναι αυτή η παρουσία.

Αναρωτιέμαι γιατί μου ανετέθη αυτή η έρευνα και κυρίως γιατί την ανέλαβα;

Κυριακή 15 Ιουνίου

Σήμερα το πρωί πριν ξυπνήσω, μέσα σε αυτές τις στιγμές που το πρωινό φως μπλέκεται με το σκοτάδι των ονείρων μου, νιώθω και πάλι την παρουσία να στέκεται μέσα στο δωμάτιο. Αυτή τη φορά πολύ πιο έντονα.  Φοράει μαύρο παλτό και καπέλο. Δεν βλέπω το πρόσωπο του αλλά ξέρω ότι με κοιτάει. Όπως ξέρω ότι έρχεται από τον κόσμο των νεκρών. Τρομάζω και ξυπνάω. Όταν συνέρχομαι παρατηρώ δυο σταγόνες από αίμα στο πάτωμα.

Αυτή η έρευνα δεν έχει ξεκινήσει καθόλου καλά.

Το μεσημέρι ανοίγω την τηλεόραση για να μου κάνει παρέα όσο τρώω. Οι συμπτώσεις αρχίζουν να με ταράζουν. Πέφτω πάνω σε μία παλιά ελληνική ταινία όπου ο Σταυρίδης και ο Αυλωνίτης κάνουν τα φαντάσματα φορώντας λευκά σεντόνια και προσπαθώντας να τρομάξει ο ένας τον άλλον. Να ψάξω να βρω ποια είναι αυτή η ταινία.

Κλείνω την τηλεόραση και ξαφνικά καταλαβαίνω! Αυτό είναι το πρώτο φάντασμα μου. Ο άντρας που στεκόταν στο δωμάτιο. Υπέροχο. Με επισκέφθηκε ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Ο Δράκος. Αυτό είναι για μένα το πρώτο φάντασμα. Αυτή η μαύρη φιγούρα με το παλτό και το καπέλο που όντας ζωντανός μοιάζει νεκρός. Αυτός ο άνδρας που δεν χωράει σε κανενός είδους πραγματικότητα γιατί πάντα θα βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο ακριβώς όπως ένα φάντασμα. Ανάμεσα σε δυο κόσμους. Παρόν και απών ταυτόχρονα.  Στον ενδιάμεσο χώρο των δυο εννοιών ΠΑΡΟΥΣΙΑ/ΑΠΟΥΣΙΑ κινούνται τα φαντάσματα. Μέσα σε αυτό το δίπολο γίνονται κάτι σαν μια γέφυρα σε μια άλλη πραγματικότητα. Το χέρι που δίνει το ορατό στο αόρατο. Και στην περίπτωση του Δράκου, το αόρατο είναι ένα ολόκληρο συλλογικό φαντασιακό που ματώνει. Δυο σταγόνες στο πάτωμα μου. Μαχαιρωμένος από μια παρεξήγηση, γιατί δεν μπόρεσε να υπηρετήσει ούτε την λαϊκή φαντασία σαν δράκος, αλλά ούτε και την ήσυχη ζωή του.  Το σώμα του Ηλιόπουλου, η πιο συγκινητική μαύρη σκιά του ελληνικού κινηματογράφου. Ευάλωτο και φαντασματικό συνεχίζει να μας κοιτάει. Η παρουσία του στο δωμάτιο μου με στοιχειώνει.

Εννιά χρόνια αργότερα από την εμφάνιση του Δράκου, το 1965 ένα άλλο φάντασμα, με επίσης μαύρα ρούχα και καπέλο θα κάνει την εμφάνιση του στο ελληνικό σινεμά. Αυτή τη φορά πρόκειται για έναν πραγματικό νεκρό. Ο Όρκος του Νεκρού Αδελφού, είναι ίσως η πρώτη ταινία φανταστικού στην Ελλάδα. Βασισμένη στο τραγούδι του νεκρού αδελφού, η 35λεπτη αυτή ταινία, εικονογραφεί το δημοτικό ποίημα συνδυάζοντας την μυθοπλασία, το φολκλόρ, το τραγούδι και τον ποιητικό λόγο.  Ο μαυροφορεμένος καβαλάρης Κωσταντής βγαίνει από τον τάφο, για να πάει να φέρει την αδερφή του πίσω στην πατρίδα.

Την ίδια χρονιά, ένα ακόμη φάντασμα κατεβαίνει στην πόλη. Είναι ο Μίμης Φωτόπουλος στον Ουρανοκατέβατο. Μια κωμωδία του φανταστικού με ήρωα τον πεθαμένο Περικλή που παίρνει άδεια από τον Θεό και ντυμένος στα λευκά αυτή τη φορά, έρχεται αόρατος για να διορθώσει όσα άφησε πίσω του όταν πέθανε. Κάτι αντίστοιχο με αυτό που συμβαίνει 40 χρόνια μετά στην κωμωδία 5 λεπτά ακόμη με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο το 2005.

Αυτά τα φαντάσματα των πεθαμένων δεν με συγκινούν όσο το φάντασμα του ζωντανού Δράκου. Μήπως η έρευνα πρέπει να εστιάσει αλλού;

Δευτέρα 16 Ιουνίου

Χθες βράδυ κοιμήθηκα κανονικά. Είδα στον ύπνο μου ότι βρισκόμουν κλεισμένος σε ένα φέρετρο. Δεν έβλεπα τίποτα, όμως από τις αναταράξεις, καταλάβαινα ότι το φέρετρο πρέπει να ήταν τοποθετημένο όπως όπως, σε κάποιο πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου. Από τον μονότονο, δυνατό και ρυθμικά επαναλαμβανόμενο ήχο, υποπτεύθηκα ότι θα πρέπει να βρισκόμουν σε κάποιο ελληνικό ταξί της δεκαετίας του 80. Είμαι νεκρός ή ζωντανός;

Το όνειρο με πήγε στο κέντρο του ζητήματος. Ένα φέρετρο σε ένα ταξί. Καρκαλού. Όχι απλά μια ταινία για ένα φάντασμα αλλά μια ταινία φάντασμα. Ένα road movie στο μυαλό ενός νεκρού στην διαδρομή του προς το νεκροταφείο. Μια ταινία για μια συνείδηση που κοιτάζει το σώμα της, την ώρα που ξεκινάει η αποσύνθεση του. Αποσύνθεση σωματική και ψυχική βέβαια παράλληλα. Το φάντασμα που ψάχνω έχει επιτέλους όνομα και επίθετο: λέγεται Στέλιος Αναστασιάδης και είναι ο πρωταγωνιστής της Καρκαλού. Ο Γκοντάρ έλεγε ότι ο κινηματογράφος φιλμάρει τον θάνατο στην δουλειά του. Δεν θα μπορούσε να βρει πιο ακριβή αναπαράσταση της σκέψης του από την Καρκαλού.

Την ίδια χρονιά που αυτός ο άνδρας πεθαίνει στις οθόνες του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια ακόμη ταινία που αφορά ένα θάνατο γυρίζεται. Και πάλι βρισκόμαστε στο μυαλό του θανάτου. Είναι ο Τόπος της Αντουανέττας Αγγελίδη. Εδώ είναι μια γυναίκα που γεννά και πεθαίνει. Τη στιγμή του θανάτου της, στιγμή μεταίχμιο, σαν την αρχή του ύπνου, το πρόσωπό της σκορπάει και παίρνει τις όψεις όσων παραστέκουν το θάνατό της. Το σώμα της σπαράσσεται από τις συγκρούσεις αυτών που το κατοικούν. Η φωνή της αναλύεται σε πολλές φωνές και πολλούς ρόλους. Μήπως αυτό είναι το πρώτο γυναικείο μας φάντασμα;

Και ενώ η Αγγελίδη γυρίζει τον Τόπο μπαίνοντας στο μυαλό της ηρωίδας της, λίγο παρακάτω, στα βάθη του εθνικού μας κήπου, ένας άνδρας σκηνοθέτης γυρίζει μια άλλη ταινία, μπαίνοντας στο μυαλό μιας γυναίκας που νομίζει ότι συναντά ένα φάντασμα. Το κατεξοχήν φάντασμα του ελληνικού κινηματογράφου. Τον Άρη Ρέτσο ως σάτυρο στην Μανία του Πανουσόπουλου. Τον Άρη Ρέτσο, που στην προηγούμενη ταινία του Πανουσόπουλου, τους Απέναντι, οι φίλοι του τον φωνάζαν φάντασμα.

Όλα αυτά συμβαίνουν το 1984, μια από τις πιο αγαπημένες μου χρονιές στον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν θέλω να βλέπω παντού φαντάσματα, όμως την ίδια χρονιά και ο Βουτσάς στον Έρωτα του Οδυσσέα δεν μοιάζει με έναν παρατηρητή φάντασμα ανάμεσα σε δυο κόσμους; Δεν ακολουθεί και αυτός μια γυναίκα που νομίζει ότι είναι η χαμένη νιότη και ζωή του;

Κι έπειτα δυο ακόμη σπουδαίες ταινίες την ίδια χρονιά. Το Ταξίδι στα Κύθηρα του Αγγελόπουλου και το Βαριετέ του Παναγιωτόπουλου, όπου παρεπιπτόντως ο Τορνές εμφανίζεται σαν φάντασμα στην μέση κάτι άδειων γραφείων για να εκφράσει με τον πιο τρυφερό τρόπο την αγωνία του για τα γηρατειά. Είναι δυο ταινίες που ξεκινούν από την ίδια βάση. Οι ήρωες τους είναι κυνηγοί φαντασμάτων. Σκηνοθέτες που αναζητούν τους φανταστικούς ήρωες τους σε αυτό το μεταίχμιο ανάμεσα στο πραγματικό και σε κάτι άλλο. Παγιδευμένοι σε αυτήν την περιοχή που κοιτάει από την ίδια απόσταση την ζωή και την φαντασία της ζωής. Στο Ταξίδι στα Κύθηρα, είναι ο Τζούλιο Μπρόντζι που μαγνητίζεται από ένα περιπλανώμενο φάντασμα, τον Κατράκη. Αναζητώντας τον ιδανικό ερμηνευτή, τον ακολουθεί στην βροχερή Αθήνα και εκείνος τον οδηγεί στο λιμάνι. Εκεί από όπου έρχεται ένας άντρας με τα ίδια χαρακτηριστικά. Το φάντασμα ενός πατέρα που επιστρέφει στην πατρίδα έπειτα από πολλά χρόνια εξορίας. Η φιγούρα του Κατράκη με την ομπρέλα κάτω από την βροχή, είναι άλλο ένα φάντασμα της φυλής. Στο τέλος της ταινίας, με την γυναίκα του δίπλα, την γυναίκα που έζησε όλη της την ζωή με την απουσία του, βρίσκονται κάτω από μια ομπρέλα, σε μια πλατφόρμα στην μέση της θάλασσας γιατί πουθενά δεν είναι πραγματικά αποδεκτοί. Καταδικασμένα φαντάσματα να μην μπορούν να ριζώσουν πουθενά.

Το 1984 είναι φαίνεται μια χρονιά γεμάτη φαντάσματα. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η χρονιά που επιλέγει ο βρυκόλακας Ζανό για να επιστρέψει στην πόλη. Μιλάμε βέβαια για τον Βαγγέλη Μουρίκη στη Νορβηγία του Βεσλεμέ. Τον φωτοφοβικό βρυκόλακα που δεν θέλει να σταματήσει να χορεύει και που για χάρη ενός κοριτσιού κι αυτός, θα οδηγηθεί στα έγκατα της γης στο βασίλειο του Μαθουσάλα. Άλλωστε την ίδια χρονιά και ένα άλλο πλάσμα είχε έρθει να ταράξει την πόλη. Ο Δράκουλας των Εξαρχείων. Όμως τα βαμπίρ, οι βρυκόλακες, οι δράκουλες εμπίπτουν στην κατηγορία που μας ενδιαφέρει; Μήπως θα έπρεπε να εντάξουμε στην έρευνα μας και το Δράκουλας και ΣΙΑ του 1959 με τον Κώστα Χατζηχρήστο;

Αν μιλάμε βέβαια για κάτι τέτοια στοιχειά, θα πρέπει να πάμε πάλι στον Τορνέ και στον Μπαλαμό. Στο βαμπιρικό βλέμμα του στο άλογο. Τι συγκλονιστική ανταλλαγή βλεμμάτων!

Πέμπτη 19 Ιουνίου

Το βράδυ δεν είδα κανένα όνειρο, όμως έξω φύσαγε και στο σπίτι όλα τρίζανε. Τα φαντάσματα στις ταινίες κατοικούν συνήθως σε σπίτια. Ελπίζω με όλα αυτά να μην έχω φορτωθεί καμιά ύποπτη παρουσία.

Στοιχειωμένα σπίτια. Υπάρχουν στις ελληνικές ταινίες;

Το σπίτι του Άλκη Παναγιωτίδη στα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη, είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. Το φάντασμα είναι η Όλια Λαζαρίδου και λέγεται Βέρα. Κατοικεί συνήθως στον κήπο. Στο σπίτι κατοικούν επίσης πτώματα σε σελοφάν, φαντάσματα της εφηβείας και σίγουρα το φάντασμα του Πέρι Κόμο, εκείνου του κρετίνου που τραγούδησε την Glendora. Τα πάντα στην ταινία αφορούν ανθρώπους που θέλουν να επιβεβαιώσουν τις παρουσίες τους στο τώρα ενώ είναι στοιχειωμένοι μόνο από απουσίες του παρελθόντος ή μήπως το αντίστροφο; Όλα τα σπίτια όμως στον Νικολαίδη είναι στοιχειωμένα. Από το σπίτι στην Ευρυδίκη ΒΑ2037 μέχρι το σπίτι στο Zéro Years. Είναι σπίτια που φιλοξενούν οικογένειες φαντασμάτων. Οικογένειες απόκληρων που δημιουργούνται από επιλογή, όχι από συγγένεια και άρα κουβαλούν μέσα τους την φαντασματική παρουσία της επανάστασης και της καταστροφής της ταυτόχρονα.

Σε «κανονικές» οικογένειες δυο άλλα σπίτια στοιχειώνουν το δικό μου φαντασιακό. Το βυθισμένο στον ύπνο, πατριαρχικό σπίτι των Τεμπέληδων της Εύφορης Κοιλάδας και το σπίτι της αγίας οικογένειας του Κυνόδοντα.

Την κληρονομιά βέβαια του εγκλησμού των σπιτιών του Νικολαίδη υπηρετεί υπέροχα το σπίτι του Ιάσωνα στην Ιστορία 52 του Αλεξίου. Ένα σπίτι που πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες της ζωής των χώρων του στην αναμονή ενός γυναικείου φαντάσματος που λέγεται βέβαια Πηνελόπη. Το φάντασμα της πίστης ή της υποταγής;

Κι αν και δεν είναι ακριβώς σπίτι, το μπορντέλο στην ομώνυμη ταινία του Κούνδουρου έχει επανέλθει πολλές φορές στο μυαλό μου σαν ένας χώρος όπου κάτι υπερβατικό ποτίζει τους τοίχους και τα πρόσωπα των γυναικών που το κατοικούν. 

Κι αν αντί για το σπίτι ήταν η ίδια η πόλη που είναι το φάντασμα, ποια θα ήταν η λίστα μου;

Καταρχήν η μουχλιασμένη από την βροχή, πόλη φάντασμα της Πρωινής Περιπόλου του Νικολαίδη. Η βροχερή παράδοξη Αθήνα στο Ήταν Ένας Ήσυχος Θάνατος της Φρίντα Λιάπα. Ο  φαντασιακός εθνικός κήπος στη Μανία του Πανουσόπουλου. Η νυχτερινή πόλη στα Φτηνά Τσιγάρα με τα άδεια τρόλεϊ του Ρένου Χαραλαμπίδη, η απειλούμενη πόλη στην Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά του Κούτρα, η of saison Κινέτα στην ταινία του Λάνθιμου, τα Ολυμπιακά ακίνητα στο Park της Εξάρχου και τα άσπρα σπίτια στο Attenberg της Τσαγκάρη και βέβαια η Αυγουστιάτικη έρημη φαντασματική Αθήνα στον Δεκαπενταύγουστο του Γιάνναρη, τις Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Βούλγαρη και τα Δυο φεγγάρια τον Άυγουστο του Φέρη.

Παρασκευή 20 Ιουνίου

Εκτός από την πόλη και τα σπίτια, υπάρχουν και ταινίες που είναι οι ίδιες στοιχειωμένες από κάποιο φάντασμα. Ο πυρήνας τους δηλαδή έχει να κάνει με την αναζήτηση μιας φαντασματικής παρουσίας που βρίσκεται ή κάπου αλλού ή απλά στοιχειώνει το μυαλό των χαρακτήρων.

Οι Κρυστάλλινες Νύχτες της Μαρκετάκη είναι μια τέτοια ταινία.

Στην Αθήνα του 1936, η Γερμανίδα Ισαβέλλα που πιστεύει στην μετεμψύχωση ερωτεύεται τον Αλβέρτο, έναν εβραίο νεαρό που κουβαλάει πάγο. Η σχέση τους είναι μεθυστική αλλά σκοντάφτει στο φυλετικό, ταξικό και ηλικιακό ασυμβίβαστο. Μετά την ένωσή τους, ο Αλβέρτος εξαφανίζεται και η Ισαβέλλα καταφεύγει στη δύναμη της μαγείας για να τον ξαναφέρει κοντά της. Το καταφέρνει, αλλά ο νεαρός είναι τώρα ένα άψυχο πλάσμα που δεν την ικανοποιεί. Η Ισαβέλλα, σπρωγμένη από το υπέρτατο πάθος του έρωτα, αυτοκτονεί και ξαναγεννιέται μέσα σε συνθήκες που θα τη φέρουν κοντά στον λατρευτό της που πάλι διαφεύγει.

Ποιος είναι όμως πραγματικά το φάντασμα στις Κρυστάλλινες νύχτες; Η Ισαβέλλα ή ο ιδανικός Αλβέρτος που δεν θα μπορέσει ποτέ να κατακτηθεί;

Ένα τέτοιο φάντασμα που διαφεύγει είναι και η πανέμορφη Αφροδίτη στον Αρχάγγελο του Πάθους του Βεργίτση κι ίσως να μην είναι καθόλου τυχαία η εμπλοκή της Μαλβίνας Κάραλη στα δυο αυτά σενάρια. Αδύνατοι φαντασματικοί έρωτες στην Άλυτη του Μίνωα Νικολακάκη, την Σκιάχτρα του Μανουσάκη αλλά και στην Νύχτα με την Σιλένα του Δημήτρη Παναγιωτάτου. Είπαμε βέβαια για την Πηνελόπη του Αλεξίου, για την Βέρα του Νικολαίδη.

Στο Singapore Sling ο τελευταίος συνομιλεί με μια από τις ωραιότερες ταινίες φαντασμάτων. Την Λάουρα του Πρέμινγκερ.

Γράφει για τον ήρωα του ο Νικολαίδης: «Έρχεται από το παρελθόν και είναι σχεδόν νεκρός.

Ο Singapore Sling είναι ένας από κείνους τους τύπους χωρίς λεφτά, σπίτι και φίλους, που κυνηγούν χαμένες υποθέσεις με γυναικεία ονόματα και μπλέκονται σε ιστορίες που δεν οδηγούν πουθενά. Η δική του ιστορία λεγόταν Λάουρα και τη συνάντησε πριν από πολλά χρόνια. Αν και υποψιάζεται πως το κορίτσι που γυρεύει τόσα χρόνια έχει πεθάνει και πως είναι ερωτευμένος μ’ ένα πτώμα, αυτός συνεχίζει να το ψάχνει. Έτσι, ένα βράδυ με βροχή και θύελλα, πληγωμένος και χωρίς να ’χει πια να χάσει τίποτα, φτάνει σ’ ένα σπίτι, γιατί πιστεύει πως εκεί μπορεί να βρίσκεται η Λάουρα. Όμως, στον κήπο του σπιτιού, δυο γυναίκες προσπαθούν να θάψουν το πτώμα ενός άντρα -αλλά o Singaρore Sling με μια σφαίρα στον ώμο δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.Περιμένει να ξημερώσει για να μπει στο σπίτι με την ελπίδα πως η Λάουρα βρίσκεται ακόμα εκεί… Όμως τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα υπολογίζει…»

Φαντάσματα που αναζητούν άλλα φαντάσματα.

Το μεγάλο φάντασμα του ελληνικού κινηματογράφου, ο Άρης Ρέτσος που έχει ήδη παίξει έναν ήρωα που λέγεται φάντασμα στους Απέναντι, αλλά και έναν σάτυρο – φάντασμα στην Μανία, ξέρει πως να χρησιμοποιεί τα φαντάσματα. Στη Φωτογραφία, αυτό το αριστούργημα του Παπατάκη, ο ήρωας του ο Ηλίας χτίζει τα πάντα γύρω από την φωτογραφία μιας γυναίκας που δεν υπάρχει. Φτάνει στο Παρίσι για να βρει τον Γεράσιμο, έναν μακρινό συγγενή της μαμάς του. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μια σχέση εμπιστοσύνης, η οποία όμως έχει ως αφετηρία ένα ψέμα που ο Ηλίας είπε στον Γεράσιμο, το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, όταν του «συνέστησε» την κοπέλα μιας φωτογραφίας που είχε μαζί του ως αδερφή του. Ο Γεράσιμος την ερωτεύεται και ξαναφτιάχνει πλήρως τη ζωή του, για να την παντρευτεί. Ο Ηλίας, εξαρτώμενος από τον Γεράσιμο, τροφοδοτεί διαρκώς τον εμμονικό του έρωτα για την γυναίκα φάντασμα, μέχρι το τραγικό τέλος.

Για το φάντασμα του πατέρα έγραψα μια προηγούμενη μέρα για το Ταξίδι στα Κύθηρα. Να μην ξεχάσω σε αυτήν την κατηγορία να προσθέσω το Ξενία του Κούτρα και τον Απόστρατο του Μαυροειδή. Και οι δυο ταινίες ενορχηστρώνονται γύρω από τον απόντα πατέρα.

Δύο άλλες ταινίες με πολύ κοινό παρονομαστή, πλέκουν τον δραματουργικό τους ιστό γύρω από την συλλογική διαχείριση των φαντασμάτων. Στις Άλπεις του Λάνθιμου, μια ομάδα - εταιρεία προπονείται συστηματικά προκειμένου να ανταπεξέλθει στο δύσκολο έργο της αντικατάστασης των νεκρών. Για να απαλύνουν τον πόνο των οικείων τους, τα μέλη της ομάδας, οφείλουν να μάθουν να συμπεριφέρονται όπως οι απόντες νεκροί. Αντίστοιχα, στο Ησυχία 6-9 του Πασαλή, όπου οι κάτοικοι μιας παραθαλάσσιας πόλης εξαφανίζονται ανεξήγητα και όσοι μένουν μοιάζουν ακόμη πιο εξαφανισμένοι, προσπαθούν να διαχειριστούν όλοι μαζί τις απουσίες τους μέσω παράδοξων τελετουργιών.

Μια εντελώς διαφορετική τελετουργία γύρω από ένα πραγματικό και ένα κινηματογραφικό φάντασμα γίνεται στην Winona του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Όλη η ταινία σαν μια τελετή κάθαρσης με πυρήνα πάλι την απουσία.

Όμως και στις ταινίες του Αγγελόπουλου, οι φαντασματικές απουσίες παίζουν καθοριστικό ρόλο, ξεκινώντας ήδη από την Αναπαράσταση και τον νεκρό σύζυγο που στοιχειώνει την ταινία. Στις Μέρες του '36 όλη η υπόθεση χτίζεται γύρω από κλειστές πόρτες. Το φάντασμα εκεί είναι η ίδια η αλήθεια.

Στους Κυνηγούς πάλι, όλη η δράση μοιάζει με ένα θέατρο της ιστορίας όπου το κέντρο του είναι ένας νεκρός αντάρτης που βρίσκεται άθικτος μέσα στα χιόνια, 30 σχεδόν χρόνια μετά τον εμφύλιο. Με το αίμα του να είναι ακόμη νωπό, το άθικτο πτώμα, ο νεκρός που μοιάζει σχεδόν ζωντανός, είναι ένα φάντασμα – πληγή που στοιχειώνει και εκδικείται φέροντας στην επιφάνεια τραύματα που δεν έχουν κλείσει. Σπάνια στο σινεμά, ένα νεκρό σώμα έχει γίνει τόσο απειλητικό.

Στον Μελισοκόμο, ο Μαστρογιάνι γίνεται ο ίδιος ένα φάντασμα κυνηγώντας το φάντασμα της νεότητας και του έρωτα, αλλά και στο Μετέωρο Βήμα του Πελαργού, πάλι είναι μια φαντασματική παρουσία, σαν πολιτικός που εξαφανίστηκε. Στο Βλέμμα του Οδυσσέα, όλη η αναζήτηση γίνεται γύρω από ένα χαμένο κουτί φιλμ, ενώ τα φαντάσματα της οικογένειας του ήρωα τον οδηγούν στο παρελθόν του. Στην Αιωνιότητα και μια Μέρα το φάντασμα του Σολωμού ενώ και στην Σκόνη του χρόνου, όπως και στο Ταξίδι στα Κύθηρα, ένας σκηνοθέτης συναντά τα προσωπικά του φαντάσματα που μετουσιώνονται ταυτόχρονα σε κινηματογραφικές σκιές.

Τρίτη 24 Ιουνίου

Δεν έχω καθόλου διάθεση. Κάθε μέρα κάτι συμβαίνει μέσα στο σπίτι που με ταράζει. Δεν ξέρω αν φοβάμαι, απλά δεν γίνεται να πετιούνται βιβλία από την βιβλιοθήκη μόνα τους κάτω και να σπάνε ποτήρια μέσα στο βράδυ ή να ανοίγουν οι βρύσες.

Μήπως να φύγω για κάποιο καιρό;

Παρασκευή 27 Ιουνίου

Δεν έφυγα. Τα φαινόμενα επιμένουν αλλά δεν έφυγα.

Αυτές τις μέρες βλέπω ξανά όλες τις ταινίες του Τορνέ. Αυτό είναι το υλικό μου.

Ξαναδιαβάζω φράσεις από το μανιφέστο του:

Ο κινηματογράφος Είναι το σημείο συνάντησης-σύγκρουσης μεταξύ του πραγματικού και του αδιανόητου, του φανταστικού και του αδύνατου.

Ο κινηματογράφος Είναι αυτή η Υπόσχεση-Απειλή: η επιστροφή του Ασύλληπτου, η τόλμη του Απρόβλεπτου.

Βρίσκω μια παλαιότερη σημείωση μου σε ένα άλλο ημερολόγιο: Coatti, Μπαλαμός, Ντανίλο Τρέλες, Καρκαλού. Δεν είναι τίτλοι από ταινίες, είναι ονόματα αστεριών σε έναν γαλαξία με σπάνια ουράνια σώματα. Σώματα ποιητών που δεν αγνοούν απλώς τον χρόνο, τον ξεπερνούν κατα πολύ, και έτσι ατόφια και ακατέργαστά λάμπουν σήμερα πιο μοντέρνα από ποτέ.

Αντιγράφω από κείμενο του Serge Daney: Η Καρκαλού φέρνει στο μυαλό τον Μουρνάου, τον Στράουμπ, τον Αντόνιο Ρέις ή τους αδελφούς Ταβιάνι. Η πέτρα είναι πέτρα, το φανταστικό είναι φανταστικό, τα φαντάσματα πεθαίνουν κι αυτά, ένας γέρος παίζει σαν παιδί, ένας νέος μεγαλώνει, παιδιά συμβολίζουν το θάνατο, το ένα πλάνο διαδέχεται το άλλο με την επικείμενη (και αναπόδεικτη) καθαρότητα ενός ονείρου.

Ο Τορνές είναι ίσως ο σκηνοθέτης που άγγιξε περισσότερο από κάθε άλλον τα φαντάσματα. Σε όλες του τις ταινίες. Τους έδωσε την χωμάτινη υλικότητα που χρειάζονταν βρίσκοντας ακριβώς την περιοχή γέφυρα ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Αν υπάρχουν ελληνικά φαντάσματα, στις ταινίες του Τορνέ κατοικούν.

Λέει κάπου ο Σεφέρης: «Για τον ποιητή όλο το ζήτημα είναι να μεταχειριστεί τον κόσμο των φαντασμάτων που τον περιστοιχίζουν σαν να ήταν σώματα στερεά.»

Αυτό που με γοητεύει λοιπόν στο σινεμά του Τορνέ σε σχέση με την έρευνα για τα φαντάσματα δεν είναι τόσο οι φαντασματικές παρουσίες στις ταινίες του, αλλά ο γήινος τρόπος με τον οποίο οι ταινίες του επικοινωνούν με το αόρατο και το υπερβατικό. 

Ουσιαστικά λοιπόν η εξερεύνηση των φαντασμάτων στον ελληνικό κινηματογράφο δεν μπορεί να είναι η προσπάθεια μιας ιστορικής αποκωδικοποίησης του πως έχουν καταγραφεί ως παρουσίες μέσα στο σώμα του ελληνικού κινηματογράφου αλλά πιο πολύ με ποιον τρόπο, ταινίες και δημιουργοί εξερευνούν το πεδίο μιας άλλης πραγματικότητας μέσα στην πραγματικότητα. Και κυρίως με ποιον τρόπο ο ελληνικός κινηματογράφος έχει επιχειρήσει να διανοίξει τις πύλες του μη αισθητού κόσμου. Πως έχει προσπαθήσει να κάνει ορατό αυτό που δε βλέπεται και φανερό αυτό που δε φαίνεται.

Αυτό όμως ανοίγει την βεντάλια με έναν παράξενο τρόπο. Πρέπει να το ξανασκεφτώ.

Σάββατο 28 Ιουνίου

Χθες το βράδυ δεν είδα κανένα όνειρο. Όχι, είδα τώρα που το σκέφτομαι. Είχε να κάνει με κάτι δέντρα. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο.

Πίνω καφέ και γράφω. Συνεχίζω τις χθεσινές μου σκέψεις:

Πού ξεκινάει και που τελειώνει αυτό το όριο όπου μια ταινία αποκαλύπτει έναν άλλον κόσμο μέσα στον ίδιο κόσμο; Χωρούν όλα αυτά στην συγκεκριμένη έρευνα;

Για παράδειγμα ο τρόπος που φιλμάρει ο Πανουσόπουλος μια ερωτική σκηνή, όχι μόνο στην Μανία που έχει όλα αυτά τα στοιχεία του φανταστικού, αλλά στο Μ’ Αγαπάς ή στο Ταξίδι του Μέλιτος δεν μοιάζει με μια υπερβατική αποκάλυψη; Κάτι εντελώς σαρκικό και γήινο, κάτι στο οποίο μετέχουν όλες οι αισθήσεις δεν είναι αποκαλυπτικό μιας μεταφυσικής; Τι είναι αυτό που κάνει μια σκηνή στον Πανουσόπουλο τόσο ρεαλιστικά φιλμαρισμένη ή ακόμα και στο Δαμιανό να μοιάζει με ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο του υπερβατικού; Η σκηνή για παράδειγμα στις κούνιες στην Ευδοκία θα μπορούσε να περιληφθεί μέσα σε μια ιστορία φαντασμάτων; Εκ πρώτης όψεως όχι. 

Βλέπω ξανά αυτή τη σκηνή. Κι όμως είναι σαν κάπου εκεί να κατοικεί ένα φάντασμα. Ή μήπως το φάντασμα είναι αυτός που κοιτάει; Ή μήπως το φάντασμα είναι αυτή η ανείπωτη χαρά που φτάνει μέχρι το θάνατό ή μάλλον την απειλή του θανάτου από αυτήν την επικίνδυνη κούνια στην άκρη ενός γκρεμού; Είναι σαν να ερωτοτροπούν με το θάνατο και άρα με κάτι που τους υπερβαίνει. Είναι σα να γελάνε δυνατά στα μούτρα του θανάτου. Ο θάνατος είναι εκεί παρών σε όλη τη σκηνή και οι ίδιοι χαίρονται που τον ξεγελούν σαν παιδιά ή σαν ξαναμμένοι έφηβοι. Ή μήπως είναι η αλήθεια αυτών των δύο ηθοποιών και του βλέμματος του σκηνοθέτη που τελικά κάνει αυτή τη σκηνή τόσο υπερβατική όντας τόσο γήινη;

Ο δρόμος για το φανταστικό περνάει μόνο μέσα από το πραγματικό;

Θυμάμαι τον Βακαλόπουλο από το περίφημο κείμενο του για την ελληνική δέσμη:

Αυτό που ενώνει την «Καρκαλού», το «Μελόδραμα», τους «Απέναντι», το «Βίος και Πολιτεία», τους «Ακατανίκητους Εραστές», τα «Παιδιά του Κρόνου», το «Μετέωρο και Σκιά», τη «Φωτογραφία» και το «Δέντρο που Πληγώναμε», δεν είναι ούτε οι συνθήκες παραγωγής που διαφέρουν αισθητά από ταινία σε ταινία, ούτε η μικρόψυχη ανάγκη κάποιων να αναγνωρισθούν ως «μεγάλοι σκηνοθέτες». Οχι, κάτι άλλο περισσεύει σ' αυτές τις ταινίες και ξεπερνάει τη σκηνοθεσία τους: πρόκειται για την πρωτογενή, άμεση και συχνά βίαιη σχέση τους με την πραγματικότητα (κι όχι με τις ιδέες για την πραγματικότητα) με τη ζωή (κι όχι με την αναπαράσταση), με τη σημερινή Ελλάδα. 

Η υλικότητα των φαντασμάτων που με γοητεύουν περνάει σίγουρα μέσα από το πραγματικό. Περνάει μέσα από τα σώματα των ηθοποιών και τα βλέμματα των σκηνοθετών που τους κοιτάζουν.

Ναι αλλά αυτά είναι τα υποκειμενικά, δικά μου φαντάσματα. Δεν είναι μια αντικειμενική και τεκμηριωμένη έρευνα.

Μήπως να τα παρατήσω;

Δευτέρα 3 Ιουλίου

Καλό μήνα.

Μετά από μέρες σκέψεων και νύχτες με συνεχείς επισκέψεις ύποπτων μεταφυσικών καλεσμένων το πήρα απόφαση. Η έρευνα είναι μάταιη. Είμαι βέβαια εκτεθειμένος απέναντι στην ανάθεση που μου εμπιστεύτηκαν αλλά δεν γίνεται αλλιώς.

Πριν όμως τα παρατήσω σήμερα το βράδυ θα κάνω ένα πάρτυ στην ταράτσα. Ο κύβος ερρίφθη! Τρεις φίλοι μου σκηνοθέτες θα έρθουν το βράδυ. Ο ένας από αυτούς διαθέτει Ouija board. Κοινώς θα κάνουμε τραπεζάκι.

Αφού το σπίτι έχει γεμίσει πνεύματα εξαιτίας της έρευνας, ας τα καλέσουμε επίσημα να μην αισθάνονται απρόσκλητοι επισκέπτες.

Έτσι, μπορεί τα πράγματα να ηρεμήσουν.

Τετάρτη 5 Ιουλίου

Σήμερα είναι η τελευταία μέρα που γράφω. Χθες όλη μέρα κοιμόμουν. Η προχθεσινή βραδιά με εξάντλησε.

Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να τα γράψω ούτε στο ημερολόγιο. Δεσμεύτηκα. Μπορώ όμως να πω ότι η βραδιά είχε μεγάλη επιτυχία. Ήταν απίστευτα συγκινητικό να τους βλέπεις όλους μαζί στον ίδιο χώρο να γνωρίζονται επιτέλους και μεταξύ τους. Ήταν εντυπωσιακό γιατί τα φαντάσματα που ήρθαν δεν ήταν μόνο από ταινίες φαντασματικές, όμως με ένα τρόπο, όλοι αυτοί, έβγαζε νόημα που ήταν εκεί.

Η πρόσκληση ήταν ανοιχτή. Για αρκετά από αυτά το περίμενα ότι θα ερχόντουσαν. Κάποια άλλα όμως ήταν εκπλήξεις.

Και η λίστα έχει ως εξής:

Ο Άρης Ρέτσος ως φάντασμα στους Απέναντι του Πανουσόπουλου – το περίμενα βέβαια

Ο Χρήστος Στέργιογλου ως Αντώνης Παρασκευάς της Ψίκου – πως μου είχε διαφύγει! Εννοείται. Σπουδαίο φάντασμα. Φάντασμα κατ’ επιλογή.

Ο Κώστας Σφήκας με την ομπρέλα του βαθιά μέσα από την θάλασσα των χρωμάτων της ίριδας του Παναγιωτόπουλου – προφανώς…

Η Ελεονώρα Σταθοπούλου από τον Ήσυχο θάνατο της Λιάπα – τι οπτασία με αυτό το μαύρο κομπινεζόν. Μαζί της ήρθε η Μυρτώ Παράσχη ως γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα με κίτρινο αδιάβροχο βέβαια.

Ο Θάνος Σαμαράς από το Delivery του Παναγιωτόπουλου – μας έκανε μάλιστα και μια επίδειξη ανόδου στον ουρανό

Η Μισέλ Βάλεϊ από την Πρωινή περίπολο του Νικολαίδη – μας κοίταζε με αυτά τα τρομερά πράσινα γαλάζια μάτια κι έτρωγε ένα μήλο. Το χέρι της ήταν τυλιγμένο με γάζες. Δίπλα της, για κάποιο λόγο, ήρθε και στάθηκε ο Κατράκης από το Ταξίδι στα Κύθηρα.

Ο Τάκης Μόσχος από το Μετέωρο και σκιά του Σπετσιώτη εμφανίστηκε ως Λαπαθιώτης βέβαια. Το παράξενο είναι ότι συνοδευόταν από τον Κώστα Βουτσά από τον έρωτα του Οδυσσέα. Δεν είπαμε τίποτε αλλά ήταν λες και ήρθε ο χοντρός και ο λιγνός.

Ήρθε η Σωτηρία Λεονάρδου σαν μάγισσα από το Danilo Treles του Τορνέ αλλά μας είπε ότι θα μπορούσε να έρθει και από το Ρεμπέτικο του Φέρη. Μπλεγμένη ιστορία.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος από τον Δράκο, εμφανίστηκε μαζί με τον Γιώργο Κώνστα από την Σκιά του φόβου του Καρυπίδη. Πως δεν το είχα σκεφτεί κι αυτός είχε κατηγορηθεί για κάτι που δεν έκανε.

Ο Άρης Σερβετάλης από το L του Μακρίδη βέβαια – μας έφερε μέλι. Το καλύτερο.

Η ατμόσφαιρα βάρυνε όταν εμφανίστηκε ο Λευτέρης Βογιατζής από το Ονειρεύομαι τους φίλους μου. Δεν μας μίλησε καθόλου. Μόνο παρατηρούσε. Έπειτα, αιφνιδίως τηλεμεταφέρθηκε μπροστά μας ο Μιχαήλ Μαρμαρινός από το Μαύρο γάλα του Τριανταφυλλίδη.

Η Όλια Λαζαρίδου βέβαια ήρθε ως Βέρα από τα Κουρέλια μαζί με την Ρίτα Μπενσουσάν που δεν έβγαλε την μάσκα της ούτε στιγμή. Μας ντρεπόταν φαίνεται.

Άκου τώρα συνδυασμός. Ήρθαν μαζί, ο Βαγγέλης Μουρίκης από το μικρό ψάρι του Οικονομίδη (ενώ περίμενα να τον δω σαν Ζανό από την Νορβηγία) μαζί με τον Γιάννη Παπαδόπουλο από Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού του Λυγίζου.

Ο Τορνές έσκασε μύτη πετώντας πάνω σε έναν ερωδιό. Φοβερή είσοδος. Τον βοήθησε για να κατέβει, η Μαρία Βασιλείου από την Ευδοκία που είχε σκάσει στα γέλια με τα καμώματα του.

Τελευταίοι εμφανίστηκαν ο Τζίμης Πανούσης με τον Κωνσταντίνο Τζούμα από τον Δράκουλα των Εξαρχείων του Ζερβού – το παράξενο είναι ότι ο Τζούμας είπε ότι είναι ταχυδακτυλουργός από την Οντέσα.

Σάββατο 8 Ιουλίου

Πίνω το καφέ μου ήρεμος. Το σπίτι ησύχασε.

Νιώθω μόνος.

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο «Φ ΝΤΑΣΜ ΤΑ» του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που συνόδευε το αντίστοιχο αφιέρωμα.