Μπορίς Λοζκίν: «Δεν θέλω ο θεατής να εφησυχάζει, θέλω να παραμένει σε εγρήγορση» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:24
23/4

Μπορίς Λοζκίν: «Δεν θέλω ο θεατής να εφησυχάζει, θέλω να παραμένει σε εγρήγορση»

Ο Μπορίς Λοζκίν του έξοχου «Το Παρίσι του Σουλεϋμάν» το οποίο κέρδισε το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής Nova 2025 στο πρόσφατο 25ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου Ελλάδος, μας μίλησε για τις φιλμικές του επιρροές, τον καταιγιστικό ρυθμό της ταινίας του, την φανταστική ερμηνεία του μη επαγγελματία πρωταγωνιστή του και την επιτακτική ανάγκη διατήρησης της ενσυναίσθησης στους επικίνδυνους καιρούς που ζούμε.

Συνέντευξη στην Βαρβάρα Κοντονή

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από έναν ντελιβερά από τη Γουινέα (αποκάλυψη ο Αμπού Σανγκαρέ στον κεντρικό ρόλο) ο οποίος έχει δυο μέρες προκειμένου να ετοιμάσει μια πειστική ιστορία που θα του επιτρέψει να ζήσει νόμιμα στη Γαλλία υπό την προστασία του πολιτικού ασύλου.

Από την παρουσίαση της ταινίας στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας
φωτογραφία @VangelisPatsialos

Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα που ξεχωρίζει λόγω του καταιγιστικού του ρυθμού, είναι τρομερά γρήγορος, σαν να βρισκόμαστε διαρκώς στην καρδιά όλων όσων συμβαίνουν. Είχατε από την αρχή κατά νου αυτήν την σκηνοθετική προσέγγιση;

Σας ευχαριστώ για αυτήν την ερώτηση για τον ρυθμό. Τον ρυθμό τον δουλέψαμε σε τρεις φάσεις: γράφοντας την ταινία, γυρίζοντάς την και κατόπιν στο μοντάζ. Ο ρυθμός ήταν κομμάτι της αρχικής μου επιθυμίας, πριν από όλα ήξερα ότι αυτή θα είναι μια ταινία που θα πηγαίνει γρήγορα. Το πρώτο μου σκεπτικό ήταν να φτιάξω μια ταινία για έναν ντελιβερά με ποδήλατο και μια ιστορία που διαδραματίζεται στο πέρας δυο ή τριών ημερών, δεν είχα δηλαδή σκεφτεί το υπόβαθρο με το πολιτικό άσυλο, αυτό προέκυψε αργότερα. Ουσιαστικά το φιλμ εξελίσσεται σε ένα θρίλερ που ενώνει δυο διαφορετικά νήματα, αυτό της δουλειάς του delivery και αυτό του πολιτικού ασύλου. Από τη στιγμή που καταφέραμε να ενώσουμε αυτά τα δυο πολύ διαφορετικά, μεταξύ τους, πράγματα, έγινε πιο εύκολη η δουλειά μας.

Η αλήθεια είναι πως είχα κατά νου δυο ταινίες από το «Νέο Κύμα» του ρουμάνικου κινηματογράφου, το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες» και το «Η Οδύσσεια του Κυρίου Λαζαρέσκου» τις οποίες αγαπώ και οι οποίες με ενέπνευσαν πολύ. Πρόκειται για ταινίες που αφηγούνται μια κοινωνική πραγματικότητα και χαρακτηρίζονται από μια σφιχτοδεμένη χρονικότητα η οποία εξαρτάται και συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον πρωταγωνιστή, συνεπώς ήθελα να κάνω και εγώ μια τέτοια ταινία.

Ως προς το ίδιο το γύρισμα η μόνη οδηγία που έδινα στον πρωταγωνιστή μας, τον Αμπού Σανγκαρέ, ήταν «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!». Υπάρχει μια σειρά δράσεων που δεν αφορούν τον θεατή να τις δει, όπως για παράδειγμα όταν δένει το ποδήλατό του ή όταν παίρνει την παραγγελία από το μαγαζί, γι’ αυτό τον είχα τρελάνει (γέλια) και του έλεγα να πηγαίνει διαρκώς πιο γρήγορα. Ακόμα και στο μοντάζ διατηρούσαμε τον ίδιο ρυθμό. Καμία σκηνή δεν έμεινε ακέραιη, όλες κόπηκαν σε έκταση προκειμένου ο ρυθμός της ταινίας να γίνει πιο γρήγορος. Δεν θέλω ο θεατής να εφησυχάζει, θέλω να παραμένει σε εγρήγορση.

Το θέμα των εκτοπισμένων πληθυσμών και του πολιτικού ασύλου είναι ένα τεράστιο ζήτημα που γιγαντώνεται χρόνο με τον χρόνο, δίχως την ύπαρξη μιας σοβαρής και ανθρώπινης πολιτικής αντιμετώπισης, ακόμα και (ιδιαίτερα εκεί) εντός της Ε.Ε. Τι σας έκανε να θέλετε να διηγηθείτε την ιστορία του Σουλεϋμάν;

Η ιστορία που διηγούμαι στην ταινία δεν είναι ακριβώς αυτό για το οποίο μιλάτε. Αν ήθελα να μιλήσω για αυτό τότε θα διηγούμουν την ιστορία ενός πραγματικού πολιτικού πρόσφυγα ο οποίος ήθελε να ζητήσει άσυλο και η γαλλική διοίκηση του δημιουργούσε προβλήματα. Εγώ επέλεξα να πάρω κάποιον που δεν είναι πραγματικός πολιτικός πρόσφυγας και οποίος επιλέγει να πει ψέματα. Όταν κάναμε αυτή τη σεναριακή επιλογή είχαμε μεγάλο άγχος γιατί δεν ξέραμε πως να τη στηρίξουμε πολιτικά. Οι ακροδεξιοί θα μπορούσαν πολύ εύκολα να πάρουν αυτή την ιστορία και να εξυπηρετήσουν την πολιτική τους θέση, αλλά ευτυχώς κανένας από την γαλλική ακροδεξιά δεν το εκμεταλλεύτηκε αυτό. Ουσιαστικά το φιλμ έχει το αντίστροφο αποτέλεσμα. Αν δηλαδή είχα πάρει αυτήν την κατεύθυνση που προτείνατε, τότε ο θεατής θα αναρωτιόταν αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των θεσμών της πόλης, κάτι που θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρον, αλλά νομίζω πως η ταινία κάνει έτσι κι αλλιώς κάτι πολύ δυνατό. Είναι πολλοί εκείνοι που έρχονται στην Ευρώπη, δεν είναι πολιτικοί πρόσφυγες και αποτελούν μάλιστα και την πλειοψηφία. Το άσυλο δεν έχει φτιαχτεί γι’ αυτούς. Η ταινία θέτει ένα πιο καθολικό ερώτημα με την έννοια του τι κάνουμε με αυτούς τους ανθρώπους που δεν «μπαίνουν στα κουτάκια» που τους καθιστούν κατάλληλους για το πολιτικό άσυλο. Τι απογίνονται όλοι εκείνοι; Δεν πρόκειται για ένα άμεσα πολιτικό θέμα, αλλά ανθρώπινο. Ίσως το να κάνουμε σήμερα αυτό το ανθρώπινο ερώτημα σε θέματα μετανάστευσης να αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο για να κάνουμε πολιτική.

Ο Αμπού Σανγκαρέ είναι ένας μη επαγγελματίας ηθοποιός και είναι μια αποκάλυψη στην ταινία. Πώς έγινε επιλογή του για τον πρωταγωνιστικό ρόλο;

Κάναμε ένα μεγάλο κάστινγκ για μη επαγγελματίες ηθοποιούς και αρχίσαμε να ψάχνουμε στους δρόμους ντελιβεράδες από τη Γουινέα. Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε και μέσα στην ίδια την κοινότητα της Γουινέας, ήταν σημαντικό να βρω ένα άτομο από αυτήν τη χώρα, γιατί από εκεί ήταν και ο ήρωας της ιστορίας. Υπάρχει η ιδέα πως από τη στιγμή που μιλάμε για έναν χαρακτήρα από την Αφρική, μπορούμε να επιλέξουμε κάποιον από οπουδήποτε στην ήπειρο, όμως εγώ δεν πιστεύω πως αυτό μπορεί να λειτουργήσει. Για παράδειγμα συνάντησα επαγγελματίες ηθοποιούς από τη Γουινέα που όμως έχουν μεγαλώσει στη Γαλλία και δεν βρήκα καθόλου σε αυτούς το άτομο που έψαχνα. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που μιλάς, αλλά και με τις χειρονομίες και τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεις αυτό που λες. Ήταν σημαντικό για εμένα να διαλέξουμε ανθρώπους που και στην πραγματικότητα ήταν πολύ κοντά στους χαρακτήρες που υποδύονται στην ταινία. Τον Σανγκαρέ τον βρήκαμε μετά από δυο μήνες αναζήτησης, είδαμε συνολικά διακόσια άτομα για τον ρόλο.

Ως προς το γιατί επιλέξαμε τον Σανγκαρέ και όχι κάποιον άλλον, δεν είναι πάντα εύκολο να το εξηγήσεις αυτό. Δεν είναι θέμα ομορφιάς ή απουσίας ομορφιάς, πρέπει να δεις κάποιον μπροστά στην κάμερα. Είδαμε κάποια αντιφατικά στοιχεία στον Σανγκαρέ όταν κάναμε κάποιους αυτοσχεδιασμούς και μας άρεσε. Είναι πολύ επίμονος, δεν εγκαταλείπει ποτέ. Η τελική μου επιλογή ήρθε από έναν αυτοσχεδιασμό στον οποίο επέλεξε να μη κάνει τίποτα, να παραμείνει σιωπηλός. Υπήρχε σε αυτήν την σιωπή μια κινηματογραφική παρουσία που ήταν εξαιρετική, δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς.

Πιστεύετε ότι ζούμε σε μια εποχή όπου η ανθρωπιά μας δοκιμάζεται καθημερινά; Υπάρχει ελπίδα;

Ζούμε σε μια πολύ ανησυχητική εποχή. Ο Ίλον Μασκ είπε ότι το πρόβλημα είναι η ύπαρξη ενσυναίσθησης. Προσωπικά πιστεύω πως σε αυτήν την εποχή που ζούμε είναι πάρα πολύ σημαντικό να φτιάχνουμε ταινίες που ενισχύουν την ενσυναίσθηση. Η Χάνα Άρεντ έγραψε ότι η μείωση της ενσυναίσθησης σε μια κοινωνία, είναι το πρώτο βήμα προς τη διάλυσή της. Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς δυστυχώς.

INFO
Η ταινία «Το Παρίσι του Σουλεϋμάν» κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 24 Απριλίου από την Filmtrade.