Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ: Ο παραγωγός που κυβέρνησε το κλασικό Χόλιγουντ - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
10:56
10/5

Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ: Ο παραγωγός που κυβέρνησε το κλασικό Χόλιγουντ

Γεννιέται σαν σήμερα ο θρυλικός παραγωγός, ο μόνος που κέρδισε δύο διαδοχικά Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, χαρισματικό παιδί του στουντιακού συστήματος αλλά και με τον τρόπο του ριζοσπάστης που όμοιόν του δεν γνώρισε η ιστορία του σινεμά.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Η αλήθεια είναι πως οφείλουμε πολλά στον Σέλζνικ, το αρχέτυπο του ανεξάρτητου μεγαλοπαραγωγού. Λιθουανοεβραίος στην καταγωγή, με μπαμπά παραγωγό της αυγής του σινεμά που όμως κάποια στιγμή φαλίρισε, ο Σέλζνικ κατάφερε μια σειρά από κινήσεις ματ (αλλά και κινήσεις μάταιες, από ένα σημείο και μετά) που του χαρτογράφησαν έναν απολύτως δικό του και ξεχωριστό χώρο στην ακμάζουσα βιομηχανία.

Μετά από μια γρήγορη καριέρα στην RKO και την MGM – που την είχε ο πεθερός του Λούις Μπ. Μάγιερ (να μια κίνηση ματ, να νυμφευθεί την κόρη του) – ο Σέλζνικ αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολυτέλεια του παραγωγού υπό την αιγίδα ενός μεγάλου στούντιο και στην ουσία εφηύρε την έννοια του ανεξάρτητου παραγωγού. Άλλωστε ο όρος executive producer αποδίδεται σ’ αυτόν. Ο Σέλζνικ υπενοικίασε ένα backlot της RKO (ο αχανής χώρος ενός στουντιακού κτιριακού συγκροτήματος), παράτησε την Γκάρμπο, που τον εκλιπαρούσε στην MGM να είναι ο αποκλειστικός παραγωγός των ταινιών της και σάλπαρε για την ανεξάρτητη καριέρα που ονειρευόταν.

Από τις αρχές του ’30 ο Σέλζνικ παρέδωσε ταινίες ιδιαίτερης φήμης για τους θιασώτες των πρώτων χρόνων του ομιλούντος. Ήταν πρωτεργάτης της καριέρας του Τζορτζ Κιούκορ (με τον οποίον κι έμειναν ισόβιοι φίλοι παρότι τον απέλυσε από το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος»), έκανε το «Dinner at Eight», το «Manhattan Melodrama» (που απέκτησε μια μικρή αναβίωση όταν ο Μαν έκανε το «Public Enemies» (2009) δείχνοντας πως ήταν η τελευταία ταινία που είδε ο Ντίλινγκερ πριν τον εκτελέσουν λίγο πιο έξω από το σινεμά), τον «Κήπο του Αλλάχ» με την Ντίτριχ (που είναι και μια από τις πρώτες Τεχνικολόρ ταινίες), το «David Copperfield», την «Άννα Καρένινα» με την Γκάρμπο, την «Ιστορία Δύο Πόλεων» (όλα το ’35), το πρώτο «Star is Born» με την Τζάνετ Γκέινορ το ’37.

Μετά έφερε στο Χόλιγουντ δύο πρόσωπα μυθικά. Την Ίνγκριντ Μπέργκμαν για την οποία το «Intermezzo» (1939) ήταν η πρώτη της χολιγουντιανή εμφάνιση και βέβαια τον Άλφρεντ Χίτσκοκ που τον έφερε για να γυρίσουν τον «Τιτανικό» και τελικά έκαναν την «Ρεβέκκα». Από τα μέσα του ’30 όμως ο Σέλζνικ ήταν στον αστερισμό του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Με όπλο την μυθική του επιμονή και την (αμφεταμινική) αντοχή στην πολύωρη εργασία, ο Σέλζνικ πλήρωσε 50.000 δολάρια την Μίτσελ για να πάρει τα δικαιώματα (αργότερα της έδωσε άλλα τόσα θεωρώντας πως την είχε ρίξει) και με ιστορικά χαρακτηριστική προσωπική εμπλοκή κίνησε γη και ουρανό για κάθε πλευρά της παραγωγής.

Λέγοντας ιστορικά χαρακτηριστική αναφερόμαστε βέβαια στα εξωφρενικά μακροσκελή «υπομνήματα Σέλζνικ», κυριολεκτικά τεράστιες, λεπτομερείς οδηγίες που υπαγόρευε γραπτά ο Σέλζνικ σε περίπου κάθε μέλος του συνεργείου, καθορίζοντας πως ακριβώς πρέπει να συντελείται τι. Για σχεδόν μισό αιώνα ο Σέλζνικ υπαγόρευε την σκέψη του. Μετά τον θάνατό του βρέθηκαν περισσότερα από 2.000 κουτιά γεμάτα από τα υπομνήματα αυτά, που τελικά έγιναν και αντικείμενο έρευνας σχετικού βιβλίου.

Αμέσως μετά το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», που να θυμίσουμε είναι η αντικειμενικά και απλησίαστα εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών, ο Σέλζνικ έκανε τη «Ρεβέκκα» κερδίζοντας διαδοχικά το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Από εκεί και μετά ο Σέλζνικ και με δική του μετέπειτα παραδοχή, απορροφήθηκε για πολλά χρόνια προσπαθώντας να αναπαράγει τον παραγωγικό θρίαμβο του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Σ’ αυτό πλησίασε, τρόπον τινά, μόνο μια φορά με το μεγαθηριακό μελοδραματικό και απίστευτης Τεχνικολόρ πνοής γουέστερν «A Duel in the Sun», το 1946. Με την τότε γυναίκα του πρωταγωνίστρια, Τζένιφερ Τζόουνς (μα δεν έβλεπες κι εσύ βρε Σέλζνικ;) και συμπρωταγωνιστές τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Τζόζεφ Κότεν, το έργο ήταν οπωσδήποτε εμπορική επιτυχία, διέπεται από μεγαλειοτατισμό πρώτου μεγέθους, είναι η ταινία που φημολογείται έκανε τον Μάρτιν Σκορσέζε σκηνοθέτη που τον εντυπωσίασε παιδάκι, φυσικά το λατρεύουμε οι οπαδοί, αλλά είναι σαφές πως το ζητούμενο δεν μπορούσε να πλησιαστεί.

Για τα πολλά επόμενα χρόνια ο Σέλζνικ θα κούραρε την καριέρα της Τζόουνς, έκανε ενδιάμεσα μερικά θαυμάσια (το ένα είναι μ’ αυτήν μάλιστα - κι όμως! - το «Portrait of Jennie» του Ντίτερλε το ’48!), ήταν στην παραγωγή του «Τρίτου Ανθρώπου» και του «Fallen Idol» του Κάρολ Ριντ, ενώ στην δεκαετία του ’50 πια έκλεισε με το χλιαρό μεν, υπεραγαπημένο δε «Αποχαιρετισμός στα Όπλα» (1957) με τον Ροκ Χάτσον και την Τζένιφερ Τζόουνς ξανά.

Ο Σέλζνικ πέθανε το 1965 μετά από αρμόζουσες των αμφεταμινών που είχε καταναλώσει στη ζωή του πολλαπλές καρδιακές προσβολές, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο (και κάμποσους να τρέμουν απ’ τα νεύρα τους στη σκέψη της επεμβατικότητάς του) περισσότερο όμως συμβολίζοντας ολομόναχος μια εποχή ανεξάρτητων ονείρων μεγαλοπαραγωγής, που εργάστηκε μέσα αλλά και έξω από το σύστημα και επιμελήθηκε προσωπικά έναν μεγάλο όγκο έργου υψηλής παραγωγικής (και συχνότατα καλλιτεχνικής) ποιότητας. Η απόσταση ανάμεσα στο τότε ενός παραγωγού που ήξερε και νοιαζόταν για το σινεμά, με το εντυπωσιακά άσχετο καλλιτεχνικά σήμερα των παραγωγών-πολυεθνικών, είναι πολυσήμαντη και χαρακτηριστική.