Heaven Sounds: Ο υπέροχος κόσμος του Μπράιαν Γουίλσον (1942-2025) - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
9:52
12/6

Heaven Sounds: Ο υπέροχος κόσμος του Μπράιαν Γουίλσον (1942-2025)

Μια ελάχιστη κατάθεση στεφάνου στην πιστοποιημένα αγέραστη μνήμη μιας μουσικής ιδιοφυίας που όρισε την δεκαετία του '60 και έκανε πολλούς ομότεχνούς του να ζηλεύουν ισόβια. 

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Για τον Μπράιαν Γουίλσον δεν είμαστε οι καθ' ύλην αρμόδιοι να μιλήσουμε. Ωστόσο το φευγιό του δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο όποιον γνωρίζει έστω ελάχιστα για την ποπ μουσική. Σε μια εποχή αναγνωρισμένων icons, ελάχιστοι εκ των οποίων είναι πια ζωντανοί, λίγων ο νους θα πάει απευθείας στον Μπράιαν Γουίλσον, τον ηγέτη των Beach Boys που έγραφαν κάποτε τραγούδια «για σερφ, καλοκαίρια και κορίτσια». Ίσως για αυτόν ακριβώς τον εντός εισαγωγικών λόγο, ίσως και γιατί η Αμερική είναι μακριά, περισσότερο όμως για δύο άλλους λόγους: Η υψηλή τέχνη του Γουίλσον είναι δυσνόητη στην περιγραφή (και ίσως λίγο άγνωστη στην αποτίμηση από σημαντικό μέρος μιας νεότερης γενιάς) και ο ίδιος, λόγω πολυδιαφημισμένων προβλημάτων ψυχικής υγείας και χημικών παρεκτροπών, ήταν πάντοτε μακριά από σκόπιμη δημοσιότητα και, κατά βάση, συνεντεύξεις στις οποίες ήταν και σταθερά ακατάλληλος.

Ρίχνεις μια ματιά στο imdb. «Soundtrack» για τον Μπράιαν Γουίλσον, «Soundtrack» για τους «Beatles». Ο μεγάλος εκλιπών έχει σοβαρά περισσότερες φορές που οι δημιουργοί χρειάστηκαν την μουσική του αντ’ αυτής της σημαντικότερης μπάντας όλων των εποχών. Λέει κάτι αυτό για το μέγεθός του; Όχι απαραίτητα. Λέει όμως κάτι για την σχετικότητά του, για το πόσο όρισε τον κόσμο αυτών που κάνουν σινεμά και πόσο καθρέφτισε γενικότερα εποχές που οι δημιουργοί αυτοί θέλησαν να περιγράψουν. «Wouldn’t it be Nice», «Surfin’ USA», «California Girls», «God Only Knows», «I Get Around», «Don’t Worry Baby», «Good Vibrations». Τα τραγούδια που το σινεμά χρειάστηκε – και για καιρό θα χρειάζεται – είναι ταυτότητα εποχής, είναι μεγάλο μέρος εκείνης της παράξενης, ηλιόλουστης, τρεμάμενης, επισφαλούς, φιλόδοξης, ανέτοιμης, αποτυχημένης τελικά εποχής, που ωστόσο φρόντισε να δώσει τουλάχιστον τα ρέστα της από την πλευρά της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο Μπράιαν Γουίλσον άκουγε κάτι που δεν ακούμε εμείς παρά μόνο όταν εκείνος κατάφερνε να το συνθέσει, πρωτοποριακά, στο στούντιο. Άκουγε διφωνίες, πολυφωνίες που ακόμα και οι Beatles σημείωναν. Έκανε χρήση τεχνικών που μόνο η πρωτοπορία ήδη γνώριζε και αυτός την περνούσε αγόγγυστα σε «ποπ τραγουδάκια». Ήταν σπουδαίος μελωδός, μπορούσε να σε κόψει σαν κλαράκι με τρεις νότες. Και κάποιες φορές, ανάμεσα στις λέξεις, τους ήχους (και τα καρέ θα λέγαμε εμείς του σινεμά), παράχωνε μερικές από τις πιο μελαγχολικές νύξεις που ακούστηκαν ποτέ σε ποπ μουσική. Χωρίς σπουδαιοφάνεια, αυτό το άτιμο χαρακτηριστικό που στην εποχή της γενικευμένης περηφάνειας και του ατομισμού μας έχει καταπλακώσει, χωρίς φωναχτά θέματα, χωρίς ντουντούκα και «όλα τα φώτα πάνω μου».

Για την ακρίβεια δεν ήθελε κανένα φως πάνω του. Ήταν η διπολικότητα, ήταν η σχιζοφρένεια, ήταν η επίδραση των ψυχότροπων μιας εποχής που όσο την μυθοποιήσαμε τόσο παραβλέψαμε ότι για χάρη της καλλιτεχνίας θυσιάστηκαν ισορροπίες και πνεύματα, ήταν ο έτσι κι αλλιώς εσωστρεφής χαρακτήρας; Ήταν μήπως ότι ο άνθρωπος συνομιλούσε με αγγέλους και διοικούσε (όχι πάντα επιτυχημένα) δαίμονες; Ο Γουίλσον δεν άκουγε καν καλά από το ένα αυτί, αλλά είχε perfect pitch από μωρό, αναπαρήγαγε μελωδίες που του σφυρίζανε στην κούνια. Διάολε, στα 23 του σχεδίαζε το «Pet Sounds». Δεν ήθελε κανένα φως πάνω του γιατί ειδάλλως ίσως ήξερε ότι θα ήταν εκτυφλωτικός σαν τους ήλιους που μελωδούσε, μελαγχολικός σαν τις συννεφιές που υπανισσόταν.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Μπομπ Ντίλαν έγραψε χθες «…σκεφτόμουν όλα τα χρόνια που τον ακούω και θαυμάζω την διάνοιά του», που «θρηνεί ο κόσμος» του Ρόνι Γουντ, που «θλίβεται» ο Μικ Φλίτγουντ λέγοντας «ότι καθείς με μουσικά οστά μέσα του είναι ευγνώμων στον Μπράιαν Γουίλσον», που ο γιος του Τζον Λένον, Σον, τον αποκαλεί «Αμερικανό Μότσαρτ», που ο Τζον Κιούζακ ισχυρίζεται επίσης «ότι άκουγε αγγέλους μέσα του».

Από εμάς θεωρητικά τρεις προτάσεις: To εξαιρετικό «Brian Wilson: I Just Wasn't Made for These Times» του 1995 από τον μουσικάνθρωπο Ντον Γουόζ, ένα έξοχο ντοκιμαντέρ που επιχειρεί να διαλευκάνει ένα μυστήριο (και κάνει ό,τι μπορεί μέσα από το δέος του), το «Love & Mercy» (2014) με τον Πολ Ντέινο και τον Τζον Κιούζακ που πρέπει να πάω να κοιταχτώ γιατί και εγώ δεν έχω δει, αλλά παντού έχουν γραφτεί έπαινοι, και βέβαια το «Brian Wilson: Long Promised Road» (2021), που δεν είναι αριστουργηματικό όπως θα έπρεπε, αλλά τον βρίσκει σε μια συγκριτικά καλή εποχή του, σχεδόν κεφάτο και ομιλητικό και μιλούν γι’ αυτόν τόσοι πολλοί από αυτούς που του χρωστούν την καλλιτεχνική ζωή τους και που (αν είναι σε live αυτόν τον καιρό) δεδομένα θα ανοίξουν με κομμάτι του μοναδικού κι ανεπανάληπτου αυτού αιώνιου παιδιού.