Στεναχώρια στους σινεφίλ κύκλους, για έναν σκηνοθέτη που ναι μεν έκλεισε άδοξα την φιλμογραφία του, εντός της όμως υπήρχαν τίτλοι που πάντα θα μας συντροφεύουν.
Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις αφανών επαγγελματίων που παρουσιάζουν πάντα «ταινία» στο κοινό τους, που δεν κλέβουν, δεν εξαπατούν. Μπορεί να μην βρίσκεται πάντα σε κάποιο ύψος, ενίοτε μπορεί και το έργο να πέφτει σε ξέρες, δεδομένα σπάνια αναγνωρίζεται από την περί άλλα τυρβάζουσα κριτική, αλλά υπάρχει ένας επαγγελματισμός που αν βοηθηθεί από το σενάριο δίνει έργο. Ακόμα, ας πούμε, κι αν δεις τις απογοητεύσεις του 2ου και 3ου «50 Αποχρώσεις του Γκρι», που μετά βίας βέβαια χρεώνονται στον Φόλεϊ, υπάρχει μια οπτική εξυπηρέτηση της (πτερού) πρώτης ύλης.
Κάποτε όμως ο Φόλεϊ ξεκινούσε με άλλες προοπτικές. Τον είδε κοτζάμ Χαλ Άσμπι και εγγυήθηκε γι' αυτόν.
Οι ταινίες δεν είναι πολλές και χωρίζονται στις οριζοντίως και καθέτως επιτυχίες, στις ατυχήσασες, τις ευχάριστα προβληματικές/αδύναμες και τις μη διαχειριστέες - αυτές είναι οι δύο τελευταίες «γκρι» ταινίες. Το ντεμπούτο είναι το «Reckless», η «άλλη» ταινία της Ντάριλ Χάνα το 1984, εξανεμίστηκε από την ιστορία, ο Κρις Κολούμπους (σεναριογραφικό του ντεμπούτο, επίσης) την αποκήρυξε, άδικα, λέμε εμείς, ευχάριστα προβληματική.
«At Close Range», 1986, Σον Πεν και Κρίστοφερ Γουόκεν, crime ανεξάρτητων αποχρώσεων, πειραγμένες απολήξεις, έως και κρυφό διαμάντι το λες, έχει και Live to Τell η Μαντόνα μας μέσα (μόνο αυτό έμεινε από το έργο), κανείς δεν το είδε, αν και θα έλεγες από το τραγούδι ότι όλοι τότε θα το ήξεραν. Επιτυχία, στα δικά μας χαρτιά.
Με την Μadonna το 1990
Από την άλλη το «Who's That Girl» της επόμενης χρονιάς, εν μέσω «τυφώνα Μαντόνα» δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί που θα το έσωζαν και σίγουρα ο Φόλεϊ δεν μπορούσε να το ελέγξει. Παραμένει αυτό που λέγαμε στην αρχαιότητα μια ένοχη ευχαρίστηση, είναι και μια χρονοκάψουλα (που δεν αντέχει δευτερόλεπτο δίπλα στο «Something Wild» ή και το «Aναζητώντας Απεγνωσμένα την Σούζαν»), ως εκεί.
Το 1990 όμως έρχεται ένα μικρό αριστοτέχνημα, μια ταινία που θλίβει με το πόσο άγνωστη ήταν στο καιρό της και πόσο ανύπαρκτη είναι σήμερα: «After Dark, My Sweet», φόρος τιμής στο νουάρ, με τίτλο που παραπέμπει ευθέως στον Ρέιμοντ Τσάντλερ (Murder, My Sweet), Ρέιτσελ Γουόρντ (λίγο πριν τα βροντήξει στο Χόλιγουντ), λαμπρό double bill με το «Against All Odds» (μόνο που τούτο είναι ανώτερο), έχουν άραγε δεύτερη ζωή κάποιες ταινίες ή μένουν για πάντα ξεχασμένες;
Εξίσου μεγάλη στιγμή, δύο χρόνια μετά, η μεταγραφή για το σινεμά του θεατρικού του Ντέιβιντ Μάμετ, «Οικόπεδα με Θέα», θεατρογενές μεν, καταπληκτικά κινηματογραφικά στημένο, υπαρξιακά κλειστοφοβικό, με μεγάλες ερμηνείες από ένα καστ αληθινό όνειρο (Πατσίνο, Λέμον, Σπέισι, Άρκιν, Εντ Χάρις, Τζόναθαν Πράις, Άλεκ Μπόλντγουιν, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα).
Στα γυρίσματα του «Οικόπεδα με Θέα» με τον Αλ Πατσίνο
Οι επόμενες τέσσερεις ταινίες όμως («Two Bits» - 1995, «The Chamber» - 1996, «Fear» - 1996 και «The Corruptor» - 1999), ενώ είχαν καστ, στο δεύτερ ας πούμε υπήρχε Τζιν Χάκμαν, στο πρώτο ένας εκ των πιο άγνωστων Πατσίνο, πρόδιδαν άγχος, «δημοσιοϋπαλληλική» καταφυγή στο είδος που ο ίδιος λίγο νωρίτερα είχε τεντώσει σε άκρες, βιασύνη να παραμείνει σχετικός στην βιομηχανία. Δεν δούλεψε όμως κανένα, και ουδέν αναγνωρίστηκε σαν κάτι παραπάνω από (ευχάριστα) αδύναμη παραγωγή.
Φοβερά διασκεδαστική αναλαμπή ήταν το «Confidence» του 2003, με τον Έντουαρντ Μπερνς (που κάποτε πρέπει να αναγνωριστεί ως ο μεγαλύτερος ζεν πρεμιέ που δεν...συνέβη ποτέ - και είναι αξιοσημείωτος σκηνοθέτης!), μια λαμπρή ταινία-απάτης που ίσως της έλειπε λίγος Μάμετ, που πάντα αυτά τα έκανε τέλεια, αλλά και πάλι ξεχωριστή ήταν, «οριζόντια και κάθετη» επιτυχία.
Το «Perfect Stranger» από την άλλη, ρυθμικά γυρισμένο και με τις στιγμές του, αυτοδιαγράφεται από μια ιδεολογία και μια τρίτη πράξη που αποσυντονίζει ότι είχε κάπως μαεστρικά στηθεί - αν και είμαι λίγο υπερβολικά επαινετικός εδώ.
Δέκα χρόνια μετά, ενδεικτικά μπορεί να πει κανείς μιας μη φίλιας βιομηχανίας πια, κάποιος πρέπει να τον πρότεινε στο (καλλιτεχνικό) φιάσκο των «50 Αποχρώσεων», τα οποία και διεπεραίωσε έντιμα αλλά κάποια πράγματα δεν σώζονται ούτε από την Ντακότα Τζόνσον. Το τελευταίο μπορεί και να μην ισχύει, εδώ που τα λέμε.
Με την Ντακότα Τζόνσον
Δεν είναι τόσο ότι θα μας λείψει ο Τζέιμς Φόλεϊ - μάς έλειπε τα χρόνια που ξέραμε ότι υπάρχει, ότι μπορεί, αλλά η βιομηχανία και ίσως πράγματα που δεν γνωρίζουμε δεν επέτρεψαν. Καταχωρείται στους directors ολκής, σε αυτούς που έχουν τους τίτλους για να πείσουν, που δεν θα απασχολούσαν ίσως ποτέ τους σκληροπυρηνικούς «θεωρητικούς των δημιουργών», αλλά χάρισαν σε όλους εμάς τους υπόλοιπους μικρά, πολύτιμα κινηματογραφικά περάσματα. At (very) Close Range.