Τζόελ Σουμάχερ (1939-2020): Αποχαιρετισμός σε έναν αφανή στιλίστα που δεν εκτιμήθηκε αναλόγως
Αντίο σε ένα «άγριο παιδί» μιας glam περασμένης εποχής, που μεταμορφώθηκε σε σκηνοθέτη αξιοσημείωτου εμπορικού σινεμά σφραγίζοντας την ακμή των καιρών του.
Στο κριτικά πηγαδάκια, ειδικά χωρών σαν την Ελλάδα με ιδιαίτερα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που κατακεραυνώνουν την αμερικανική εμπορικότητα σαν την πληγή του κινηματογραφικού Φαραώ, ο Σουμάχερ δεν απόλαυσε ποτέ ιδιαίτερη εκτίμηση. Παρόμοια και παγκοσμίως. Η κριτική, αποτυγχάνοντας να ερμηνεύσει ένα σινεμά πέρα από την μέγγενη της ιδεολογίας και του αυστηρά θεωρητικού ενδιαφέροντος, «έχανε» σταθερά έναν κινηματογράφο τεχνικής τεκμηρίωσης, αναλογικού θάρρους, αντιθέσεων και, πρωτίστως, λαϊκής αποδοχής.
Βέβαια, η δουλειά της κριτικής δεν είναι να συμπλέει με το λαοφιλές. Οφείλει όμως να ανακαλύπτει τους λόγους του λαϊκού ερείσματος, να «συνδέει τις τελείες» με το δημιουργικό βλέμμα που το κατακτά. Αυτό δεν συνέβη πρακτικά ποτέ στο σινεμά του Σουμάχερ. Όχι αδικαιολόγητα, έχει κάνει αρκετές μετριότητες - και αρκετές ενδιαφέρουσες με πλήθος μέτριων στιγμών εντός τους. Άδικα όμως ναι. Γιατί κάποιες χρίζουν, αν όχι ριζικής αναθεώρησης, τουλάχιστον ανακατάταξης.
Η δεκαετία του '80, πρώτα απ' όλα. Εκτός από τον Σπίλμπεργκ, τον Κάμερον, τον Χιουζ, τον Χάουαρντ και τον Ζεμέκις της, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι η ψυχαγωγική ραχοκοκαλιά της εποχής, είχε και τον Τζόελ Σουμάχερ. Αυτό το τρελό, πανύψηλο αγόρι, που σπούδασε Σχέδιο και Μόδα στη Νέα Υόρκη (αργότερα και Καλές Τέχνες στο UCLA), που έκανε «σεξ με 20.000 άντρες» και όποιο ναρκωτικό υπήρχε, που επί δεκαετίες στις συνεντεύξεις απορούσε πώς τα κατάφερε και βγήκε ζωντανός από τον έκλυτο βίο του, ξεκίνησε στο σινεμά ως ενδυματολόγος. Και όχι όπου κι όπου, στον Γούντι Άλεν του «Υπναρά» και του «Interiors», στην ζωηρή, τέλεια παρέα του Χέρμπερτ Ρος, του Νιλ Σάιμον και του Πολ Μαζέρσκι. Όμως η σκηνοθεσία (και το σενάριο) τον κυνηγούν, η ευκαιρία βρίσκεται με την «Γυναίκα που Ζαρώνει», μια πρώτη παραγνωρισμένη, καλοφτιαγμένη κομεντί επιστημονικής φαντασίας που παραλλάσσει τον μύθο του Ρίτσαρντ Μάθεσον.
Με το «Μπαράκι του Σαν Έλμο» και τα «Παιδιά της Νύχτας», ο Σουμάχερ θα αφήσει πολλαπλά ανεξίτηλο ίχνος στην δεκαετία του '80. Από τη μια χαράζοντας το περίγραμμα μιας γενιάς της εποχής (το Brat Pack ανήκει πρώτα στον Κόπολα με το «Outsiders» και μετά σε αυτόν και τον Τζον Χιουζ - ο χαρακτηρισμός πάντως είναι του 1985 και ανήκει στο περιοδικό «New York») κι από την άλλη, όπως ολιγάριθμες ταινίες του παρελθόντος, σμιλεύοντας το προφίλ, αγωνιώδες αλλά και glamorous, των...χίπστερ μιας μακρινής εποχής. Το 1990, αλλά πρακτικά μια ταινία του '80 που προλέγει το '90, ο Σουμάχερ θα κάνει το «Flatliners» (Κίφερ Σάδερλαντ, Κέβιν Μπέικον, Γουίλιαμ Μπάλντγουϊν και...Τζούλια Ρόμπερτς), ένα pop art, γεμάτο μπεστ σέλερ υπαρξισμό αλλά και οπτική πλευρά φρέσκια και επιδραστική. Ναι, χωρίς την πατερίτσα του Τζόελ Σουμάχερ η δεκαετία του '80 δεν θα ήταν ίδια, δεν θα είχε έναν, έστω γυαλιστερό, κωλοπαιδισμό, μια νότα glossy υποκουλτούρας. Και όλα τους θα ήταν μια πρόγευση του τί σκηνοθέτης θα ήταν τελικά ο Σουμάχερ.
Στην δεκαετία του '90 ο σκηνοθέτης μπήκε όπως απαιτούσε ο χαρακτήρας του: Με μπότες, χαϊμαλιά σε ανοιχτά πουκάμισα, μακριά κώμη και attitude. Ο Σουμάχερ ήταν κραυγαλέος σε όλα του, το σινεμά του δεν θα γινόταν να βγει νερωμένο. Μελόδραμα με την Τζούλια Ρόμπερτς (ποιός θυμάται το «Dying Young», εκτός από εκείνους, τους ελάχιστους, που το είδαν τότε;), παρολίγο να την πάρει στο λαιμό του. «Ξεχωριστή Μέρα» με τον Μάικλ Ντάγκλας, η μισή κριτική τότε έκρωζε για απολογία της αυτοδικίας και ακροδεξιά φασιστική προπαγάνδα (για την Ελλάδα δεν το συζητάμε...), οι πιο πολλοί που διαβάζεις από χθες στο εξωτερικό μιλούν για την καλύτερη ταινία του. Σχεδόν 30 χρόνια μετά, οι θεατές του τότε έγιναν οι κριτικοί του σήμερα, αλλάζουν τα πράγματα. Συναρπαστικό, αγωνιώδες, προφητικό (ή απλά περιγραφικό), χοντροκομμένο, δημαγωγικό. Αντιφατικό. Όπως όλες οι ταινίες του, εδώ που τα λέμε. Αυτός ο παράξενος, ακατάτακτος άνθρωπος, ο ανοιχτά gay με τη macho περσόνα, ο ενδυματολόγος (ποτέ δεν την επέβαλε την ιδιότητα, όπως ο Τζεφιρέλι ας πούμε) με τον λόγο του...Θεού στο βιζέρ, ο συστηματικός υποστηρικτής των Δημοκρατικών, που η κριτική έβγαζε ακροδεξιό.
Μετά την «Ξεχωριστή Μέρα», περιζήτητος πια (μιλάμε για μια εποχή που το κεντρικό δελτίο ειδήσεων είχε βασική είδηση την ταινία), πάει στον τότε επίκαιρο κόσμο του Τζον Γκρίσαμ, κάνει τον «Πελάτη», αξιοπρεπέστατα και χωρίς καρναβαλισμούς, παίρνει την σκυτάλη από τον Τιμ Μπέρτον για το «Μπάτμαν για Πάντα», επίσης αξιοπρεπές, συνεχίζει ξανά με Γκρίσαμ και «Ετυμηγορία» (Μάθιου ΜακΚόναχι καλώς ήλθες στον κόσμο της επιτυχίας) και καταφθάνει στο «Μπάτμαν και Ρόμπιν» (κάπου ένα δις εισπράξεις αυτή η τετράδα), που είναι σημείο στροφής λόγω της κάκιστης υποδοχής της ταινίας και των μέτριων για το franchise εισπράξεων.
Εκεί ο Σουμάχερ αλλάζει ρότα, γυρίζει σε ένα μικρότερο σινεμά, όχι λιγότερο φαντεζί (ή χονδροειδές), αλλά μικρότερο. Ξανά όμως ο ιδιότυπος ανθρωπισμός του είναι πάντα παρών, η απουσία μιας κυνικής λογικής (κάπου τότε άρχιζε να κάνει την εμφάνισή της στο γενικό ρεύμα) πάντοτε αισθητή, η βαθιά του πεποίθηση ότι κηρύσσει το σωστό, το δέον, το τρόπον τινά χριστιανικό, πάντα κραταιή. Αντιφατικός σκηνοθέτης ο Σουμάχερ και γι' αυτό, τουλάχιστον, συναρπαστικός.
Η συνέχεια επεφύλασσε κάμποσους ακόμα λαοφιλείς τίτλους. Το «8mm» είχε σοκάρει στην εποχή του (με θέμα τα snuff movies), το «Κανείς δεν είναι... Τέλεια» με τον Σέιμουρ Χόφμαν σε επίδειξη ταλέντου και τον Ντε Νίρο να σιγοντάρει, το «Tigerland» (καλώς ήλθες Κόλιν Φάρελ), που είναι η ταινία για το Βιετνάμ που έπρεπε να έχεις δει, ατελές, αλλά φοβερά ενδιαφέρον, ο «Τηλε..Φονικός Θάλαμος» που είναι μια σκηνοθετική άσκηση (ατυχής αλλά ξανά ενδιαφέρουσα και κραυγαλέα ηθικολογική ξανά), το «Νούμερο 23» με τον Τζιμ Κάρεϊ, η «Βερόνικα Γκερέν» με την Μπλάνσετ, που δικαιούται επίσκεψης (κι ας πάσχει από τα ίδια προβλήματα), «Το Φάντασμα της Όπερας» με τους αναρίθμητους λάτρεις του, το «Trespass» με Κέιτζ και Κίντμαν, που είναι τεράστιο κρίμα να είναι ο κινηματογραφικός του επίλογος.
Σκηνοθέτες σαν τον Σουμάχερ, που ορίζουν έναν ποπ χαρακτήρα ελκυστικού σινεμά για το ευρύ κοινό χωρίς να παραδίδουν «τα όπλα τα ιερά» μιας προσωπικής υπογραφής μέσα στον κυκεώνα της πολυεθνικής παραγωγής, λείπουν τρομακτικά πια σήμερα. Ίσως τότε, σε μια καλύτερη εποχή σινεμά, η παρουσία του ήταν υπεράριθμη, λαϊκιστική, υπέρμετρα στιλιζαρισμένη και ηθικοπλαστική. Σήμερα αυτός ο συνδυασμός φαντάζει σχεδόν κριτικά περιζήτητος, σε μια περίοδο που οι δημιουργοί του χεριού των στούντιο πλεονάζουν, όχι γιατί συνιστά υψηλό σινεμά αλλά γιατί δεν είναι κιμαδοποιημένα ποπ σινεμά. Ίσως τελικά αυτή να είναι και η ρεβάνς του Σουμάχερ. Του τρελού νεοϋορκέζικου αγοριού, της μόδας, των ρούχων, των ναρκωτικών και του ιδιότυπα υψωμένου δαχτύλου, που σνομπαρίστηκε από αυτούς που σήμερα «τον χρειάζονται». Ας είναι ελαφρύ το χώμα.