Το τέλος της μικρής μας πόλης: Γιατί η «Τελευταία Παράσταση» παραμένει ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού σινεμά - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:30
21/8

Το τέλος της μικρής μας πόλης: Γιατί η «Τελευταία Παράσταση» παραμένει ένα από τα αριστουργήματα του αμερικανικού σινεμά

Με υπέροχους πρωταγωνιστές τον Τζεφ Μπρίτζες, τον Τίμοθι Μπότομς, την Έλεν Μπέρστιν, την Κόρις Λίτσμαν, τον Μπεν Τζόνσον και την Σίμπιλ Σέπερντ, η υποψήφια για 8 Όσκαρ (και τιμημένη με 2) ταινία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, ένας πραγματικός σταθμός στα χρονικά του σπουδαίου σινεμά των 70s και μια από τις ωραιότερες δημιουργίες που γυρίστηκαν ποτέ, προβάλλεται από σήμερα σε πολύτιμη επανέκδοση.

Από τον Λουκά Κατσίκα

Ο άνεμος φυσάει συχνά στους σκονισμένους δρόμους της Άναριν, μιας μικρής κωμόπολης του Τέξας ξεχασμένης μέσα στο χρόνο, παρατημένης σε κάποιο σημείο του χάρτη, απομεινάρι αλλοτινών και καλύτερων καιρών. Είναι 1951 και οι λιγοστοί της κάτοικοι έχουν πάψει να παραμυθιάζονται ότι στη σκυθρωπή τους γενέτειρα υπάρχει ακόμη ζωή. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ζουν παρέα με τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες τους ή ξεγελιούνται με ενθύμια παλαιότερων ημερών. Οι νεαρότεροι σε ηλικία, αυτοί που μόλις αποφοίτησαν και βλέπουν το μέλλον μπροστά τους γεμάτο υποσχέσεις και πιθανότητες, όταν αρχίζουν να χορταίνουν από τις πρόσκαιρες συγκινήσεις συνειδητοποιούν σταδιακά ότι αν δεν εγκαταλείψουν την πόλη, εκείνη θα τους ρουφήξει στην ανυπαρξία της. Μοναδική διέξοδος και διασκέδαση στη νωχελική Άναριν είναι ένα μπιλιαρδάδικο, ένα καφέ και ένας κινηματογράφος που προβάλλει κλασικές ταινίες για όποιους ενδιαφέρονται να τις παρακολουθήσουν. Το κοινό στην αίθουσα όμως αρχίζει και αραιώνει, όπως και οι περαστικοί στα πεζοδρόμια. Και οι βοριάδες που φυσούν, φυσούν πιο πένθιμα.

Στα 31 του χρόνια, και στη δεύτερη μόλις ταινία του (είχε προηγηθεί το πολλά υποσχόμενο «Targets»), ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς ξεκίνησε, λίγο απρόθυμα στην αρχή, να διασκευάσει το ομότιτλο μυθιστόρημα του Λάρι ΜακΜέρτρι, προσπαθώντας να φανταστεί πώς θα μπορούσε να ενώσει σε κάτι συμπαγές τα θλιμμένα (και συχνά αξιοθρήνητα) μικρά δράματα μιας χούφτας ηρώων. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι το πρώτο σημαντικό του κατόρθωμα στην ταινία. Το βίωμα κάθε ήρωα χωριστά έρχεται να προστεθεί στη συλλογική ψυχή μιας κωμόπολης που αναστενάζει από μοναξιά και αποξένωση, από τις χίμαιρες της ζωής και του έρωτα, από τις διαψεύσεις και τις ψευδαισθήσεις.

Σαν ανεκδήλωτος λυγμός, σαν δάκρυα που πασχίζουν να μην κυλήσουν, η «Τελευταία Παράσταση» γίνεται ένα μελαγχολικό τραγούδι που το σιγομουρμουρίζει μια ολόκληρη πόλη μέσα σε μουντά καθιστικά, σε δωμάτια που δεν φιλοξενούν καμιά αγάπη, καθόλου χαρά, σε κρεβάτια που σβήνουν βιαστικούς πόθους, στα μαγαζιά όπου συναντιούνται συνωμοτικά τα βλέμματα των κατοίκων, αναγνωρίζοντας ο ένας στον άλλο τον ίδιο καημό, την ίδια παραίτηση.

Εκπληκτικά φωτογραφημένη σε ασπρόμαυρο από τον βετεράνο Ρομπερτ Σάρτις («The Bad and the Beautiful», «Ο Πρωτάρης»), σαν καρτ ποστάλ που έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, η «Παράσταση» είναι συνάμα και ένας αποχαιρετισμός στο παλιό Χόλιγουντ, στους σκηνοθέτες της ένδοξης εποχής που με τον ερχομό της δεκαετίας του '70 είχαν ήδη εγκαταλείψει το σινεμά ή ετοιμάζονταν να πουν οριστικά αντίο. Και πόσο ειρωνικός μοιάζει στην ταινία αυτός ο αποχαιρετισμός: Όσο τα φαντάσματα της μεγάλης οθόνης υποκλίνονται για στερνή φορά στους ελάχιστους πια θεατές του παρηκμασμένου σινεμά, οι άνθρωποι έξω από την αίθουσα μετατρέπονται κι εκείνοι σε φαντάσματα. Η πόλη τους αργοπεθαίνει.

Με σκηνοθετική ωριμότητα αξιοθαύμαστη για το νεαρό της ηλικίας και την απειρία του, ο Μπογκντάνοβιτς φιλμάρει στοιχειωμένος κι ο ίδιος από τους «δασκάλους» του, τον Φορντ, τον Χοκς, τον Γουάιλερ, τον Στίβενς, τον Γουέλς, οι οποίοι περιδιαβαίνουν τα πλάνα της ταινίας του είτε ως στιλιστική αναφορά είτε ως ξεκάθαρη παραπομπή είτε ως φευγαλέα ανάμνηση. Αφηγηματικά και συναισθηματικά πλήρης, με έναν τρόπο που σπανίζει πλέον στον κινηματογράφο, η «Τελευταία Παράσταση» είναι ένα ατόφιο αριστούργημα, μια βαθιά συμπονετική ελεγεία των ξεγραμμένων και των βουβά απελπισμένων, η πένθιμη βοή ενός ολόκληρου κόσμου που χάνεται μαζί με τους κατοίκους του κι ένα χαμόγελο πικρό για όσους απομένουν.