Το τελευταίο «Κάλεσμα»: Ο Μάικλ Τσάβες μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ για το «Κάλεσμα 4: Η Τελευταία Τελετουργία» - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
12:59
5/9

Το τελευταίο «Κάλεσμα»: Ο Μάικλ Τσάβες μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ για το «Κάλεσμα 4: Η Τελευταία Τελετουργία»

Το τέταρτο και τελευταίο μέρος του επιτυχημένου franchise τρόμου «Conjuring» έφτασε για να «ξορκίσει» εμπορικά τις αίθουσες και ο σκηνοθέτης Μάικλ Τσάβεζ μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr για το φινάλε των Γουόρεν, αλλά και για όσα τον «στοίχειωσαν» κατά την διάρκεια των γυρισμάτων.

Από τον Πάνο Γκένα

Το ζεύγος Γουόρεν επιστρέφει για τελευταία φορά!

Οι διάσημοι ερευνητές μεταφυσικών δραστηριοτήτων και απειλών ετοιμάζονται για την τέταρτη κινηματογραφική τους εξόρμηση και σας καλούν στις αίθουσες για μία τελευταία τελετουργία. Το πιο επιτυχημένο franchise ταινιών τρόμου που έχει αποφέρει περισσότερα από 2,2 δισεκατομμύρια στο παγκόσμιο box-office κι έχει τροφοδοτήσει σινεμά (και escape rooms!) με Άναμπελ και Καλόγρια, κυκλοφορεί από την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες και ολοκληρώνει την επαγγελματική, όσο και οικογενειακή, ιστορία των Γουόρεν (πείτε τους και Βέρα Φαρμίγκα, Πάτρικ Γουίλσον).

Στην «Τελετουργία», οι συνταξιοδοτημένοι Γουόρεν αναλαμβάνουν μία τελευταία υπόθεση στοιχειωμένου σπιτιού, που εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν το 1986 στην Πενσυλβανία, ενώ ταυτόχρονα «καλούνται» να αντιμετωπίσουν νέες οικογενειακές προκλήσεις που αφορούν στην ανατροφή της κόρης τους, Τζούντι. Το στούντιο μπορεί να φέρει το «last» στον τίτλο, αλλά μηπως η Τζούντι Γουόρεν (Μία Τόμλισον) αποδειχθεί το κλειδί που θα προσθέσει επόμενα κεφάλαια στο franchise; The power of box office compels you, είναι συνήθως η απάντηση σε τέτοιες απορίες.

Σε κάθε περίπτωση, ο σκηνοθέτης της (τελευταίας) ταινίας, Μάικλ Τσάβες, (υπεύθυνος για το τρίτο «Κάλεσμα», την δεύτερη «Καλόγρια» και το απογοητευτικό «Κατάρα της Γιορόνα»), μιλά αποκλειστικά στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr για την '80s αισθητική της ταινίας, τα πραγματικά γεγονότα που την ενέπνευσαν και εκμυστηρεύεται ένα μεταφυσικό γεγονός που βίωσε ο ίδιος και η οικογένειά του όσο γύριζε την ταινία. Κοντολογίς... πιστέψτε! Άμα θέλετε.

ΞΑΝΑΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΟΥΟΡΕΝ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Λατρεύω τα ’80s — γεννήθηκα τότε, και το «Κάλεσμα 4: Η Τελευταία Τελετουργία» διαδραματίζεται ακριβώς στα μέσα της δεκαετίας, το 1986. Προσεγγίσαμε την εποχή μέσα από τα ντεκόρ, τη μουσική, τα κοστούμια και πολιτιστικά στοιχεία όπως η αναφορά στους «Ghostbusters». Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε τους Γουόρεν σε αυτό το στάδιο της ζωής τους. Έχουμε ζήσει ένα ταξίδι παρέα τους - τους γνωρίσαμε στα ’60s και στα ’70s, τώρα, όμως, ο κόσμος έχει αλλάξει. Και σε μεγάλο βαθμό, έχει προχωρήσει πέρα από αυτούς. Νομίζω πως αυτό έχει μεγάλη δύναμη, η ιδέα δηλαδή πως έχουν αποσυρθεί και ότι αυτό που κάνουν μοιάζει πλέον με αστείο. Ο κόσμος έχει ξεχάσει την επιρροή που άσκησαν. Θεωρώ πως αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και αρκετά αγχωτικό σημείο εκκίνησης της ταινίας. Παράλληλα, παλεύουν με την ιδέα ότι η κόρη τους έχει μεγαλώσει, αρχίζει να προχωράει στη ζωή της και πρέπει κι εκείνοι να την αφήσουν να φύγει.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΜΕΡΛ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Η υπόθεση των Σμερλ αφορά μια πραγματική ιστορία στο Γουέστ Πίτστον της Πενσιλβάνια και συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι και τα ’90s. Οι Σμερλ ζούσαν σε μια διπλοκατοικία, με την οικογένεια να μένει δίπλα στους γονείς τους - τρεις δηλαδή γενιές δίπλα-δίπλα. Η υπερφυσική δραστηριότητα ξεκίνησε την ημέρα του Μυστηρίου του Χρίσματος της κόρης τους, ένα φως έπεσε πάνω τους, κάτι που φαινόταν αρχικά αθώο. Όμως με τα χρόνια κλιμακώθηκε σε βαθμό που δεν μπορούσε πια να αγνοηθεί.

Και ενώ οι Σμερλ βίωναν τον δικό τους εφιάλτη, με την οικογένεια στα πρόθυρα διάλυσης, οι Γουόρεν είχαν αποτραβηχτεί από το «παιχνίδι», βρίσκονταν σε μια ασφαλή θέση ως συνταξιούχοι. Καταλάβαιναν πως κάτι συμβαίνει με την Τζούντι, υπήρχε αυτή η σκοτεινή αίσθηση αναπόφευκτου να τους βαραίνει. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό σημείο εκκίνησης: οι ήρωές σου έχουν κρεμάσει τα όπλα. Κι όμως, πλανάται μια ανησυχία. Φαίνεται ότι είναι ευτυχισμένοι, ότι γλίτωσαν από τα χειρότερα και δεν αναλαμβάνουν πλέον υποθέσεις. Ξέρουν, όμως, πως κάτι θα τους τραβήξει ξανά πίσω. Επιπλέον, γνωρίζουν ότι αυτή η τελευταία υπόθεση είναι πιθανό να τους καταστρέψει ολοκληρωτικά.

ΕΜΒΑΘΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Στις ταινίες μου, αν βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, μου αρέσει να ερευνώ τα γεγονότα σε βάθος. Θα συναντήσω και θα μιλήσω με όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους που είχαν εμπλοκή στο γεγονός. Υπάρχει βέβαια και η έρευνα που αφορά στην εκάστοτε εποχή, για παράδειγμα στην «Καλόγρια II» μελέτησα πληθώρα φωτογραφιών της δεκαετίας του ’50, κάτι που μας επηρέασε πολύ στη δημιουργία της. Εδώ ασχοληθήκαμε αρκετά με την περίοδο, αλλά έκανα επίσης πολλές συνεντεύξεις μέσω Zoom με τις τέσσερις αδελφές Σμερλ. Το να μιλάω μαζί τους για όσα βίωσαν ήταν πραγματικά πολύ δυνατό.

Το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από τη δουλειά μου σε αυτές τις ταινίες - και το έχω ακούσει να το λέει και ο Πίτερ [Σάφραν] - έγινα πιστός. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός πως άκουσα όλες αυτές τις ιστορίες από τους ανθρώπους που τις βίωσαν. Νομίζω πως για τους Σμερλ όλο αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ σκληρό, δεν ήταν κάτι που προκάλεσαν, και δυστυχώς φίλοι και γείτονές τους στράφηκαν εναντίον τους. Δεν τους πίστεψαν. Τους θεωρούσαν τρελούς. Και τότε συνειδητοποιείς το βάρος της καταπίεσης. Θα ήταν εύκολο να πουν: «Ναι, τα βγάζουμε από το μυαλό μας». Όμως ήταν κάτι που τους βάραινε πραγματικά τότε και τους βαραίνει ακόμα και σήμερα.

Κάτι άλλο που εξέλαβα από τις συνομιλίες μου μαζί τους - κάτι που υποπτευόμουν - ήταν η τεράστια επιρροή που είχαν πάνω τους οι πραγματικοί Γουόρεν. Είναι εύκολο να αγαπήσεις τον Πάτρικ και τη Βέρα στις ερμηνείες τους ως Εντ και Λορέιν, αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι υποδύονται δυο αληθινά πρόσωπα που προσπαθούσαν να βοηθήσουν αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν πού αλλού να στραφούν. Τι τεράστια επίδραση άφησαν πίσω τους…

Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Η Τζούντι είναι η κόρη των Γουόρεν σε όλες τις ταινίες «Conjuring» και, φυσικά, και στην πραγματικότητα. Μέχρι τώρα ήταν κάπως δευτερεύων χαρακτήρας, αλλά σε αυτή την ταινία θελήσαμε να το αλλάξουμε, να δείξουμε ότι το παιδί τους είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή τους. Μπορέσαμε έτσι να εξερευνήσουμε μια οπτική που δεν είχαμε σκεφτεί πριν: «Πώς είναι να μεγαλώνεις ως Γουόρεν; Πώς είναι να μεγαλώνεις στη σκιά των γονιών σου; Και πώς είναι να μεγαλώνεις με τη δύναμη που έχεις κληρονομήσει από τη μητέρα σου;». 

Αυτό ήταν πάντα ένα ζήτημα με το οποίο πάλευαν η Τζούντι και η Λορέιν, κι εμείς το προχωρήσαμε ακόμα περισσότερο. Η Τζούντι έχει την ικανότητα να βλέπει πράγματα και αρκετές φορές αυτά τα πράγματα είναι φρικτά. Μη ξέροντας ακριβώς πώς να το χειριστεί, η Λορέιν της έδωσε μία συμβουλή, να το αποκλείσει από το μυαλό της. Έμοιαζε με καλή λύση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα «μπάλωμα» που κάλυπτε το μεγαλύτερο πρόβλημα, κάτι με το οποίο θα ερχόταν αργότερα αντιμέτωπη, κάτι που θα επέστρεφε και ίσως να την απειλούσε. Αυτό μας έδωσε μια σπουδαία ευκαιρία να το εξερευνήσουμε σε βάθος.

ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΖΟΥΝΤΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΟΝΙ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Η Μία Τόμλινσον ήταν πραγματικά μια αποκάλυψη, καταπληκτική ηθοποιός. Στην αρχή την κάλεσα για τον ρόλο της νεαρής Λορέιν και ήταν απίστευτη. Προσπάθησα να την πείσω να δεχτεί, αλλά εκείνη, πολύ ευγενικά και με σεβασμό, μου είπε: «Θέλω πολύ να δοκιμάσω για την Τζούντι - είναι ο ρόλος που μου μιλάει πραγματικά». Ήταν η πρώτη Τζούντι που είδαμε. Έκανε δοκιμαστικό για τον ρόλο και ήταν καταπληκτική, ακόμη καλύτερη απ’ ό,τι είχε κάνει ως νεαρή Λορέιν. Όλοι εντυπωσιάστηκαν. Για να είμαι ειλικρινής, στενοχωρήθηκα που δεν θα ερμήνευε τη νεαρή Λορέιν, αλλά συνειδητοποίησα ότι καμία άλλη δεν θα μπορούσε να υποδυθεί την Τζούντι. Έφερε πολλά στον χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης αυτής της εύθραυστης πλευράς. Η Τζούντι δεν είχε καταφέρει να σταθεί μόνη της, γιατί η μητέρα της ήταν υπερπροστατευτική. Νομίζω πως αυτό η Μία το κατανόησε απόλυτα. Είχε επίσης σπουδαία χημεία με τη Βέρα και οι δυο τους έχτισαν μια βαθιά, πολυεπίπεδη σχέση. Υπάρχουν μερικές στιγμές μεταξύ μητέρων και θυγατέρων, οι ψίθυροι, η κωδικοποιημένη γλώσσα, στιγμές από τις οποίες εμείς οι πατεράδες μένουμε απ’ έξω. Στη σκηνή του εστιατορίου, το απέδωσαν και οι δύο με υπέροχο τρόπο. Το αντιλαμβάνεσαι αμέσως, μεταδίδουν πολύ απτά το πόσο κοντά είναι αυτή η μητέρα με την κόρη της. Το πέτυχαν απόλυτα.

Και ο Μπεν Χάρντι απλώς απογείωσε τον ρόλο του Τόνι. Ήμουν πάντα θαυμαστής του. Ήταν αφοπλιστικός, αστείος και λίγο γκαφατζής όταν έπρεπε. Έδωσε στον Τόνι μια ήσυχη εσωτερικότητα. Έχει μια σκηνή με τον Πάτρικ, όπου αφηγείται μια καθοριστική στιγμή της ζωής του, τότε που όλα άλλαξαν. Εκεί συνειδητοποιείς ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει πράγματα και έχει αποκτήσει μια νέα προοπτική. Ο Πάτρικ και ο Μπεν «φόρτισαν» τη σκηνή. Ως τότε ήταν απλώς «ο τύπος που η Τζούντι έφερε στη ζωή τους». Σχεδόν δεν τον γνώριζαν και στην ταινία μπορείς να νιώσεις αυτή την κωμική ένταση. Ο Εντ είχε επιφυλάξεις, κάπως σαν να σκεφτόταν «γιατί τόση βιασύνη με την κόρη μου;». Τότε ακούει την ιστορία του Μπεν, για το πώς η εμπειρία του χάρισε μια νέα οπτική στη ζωή του. Εκμεταλλεύεται την κάθε στιγμή, κάθε μέρα. Πρόκειται για μία αποκάλυψη που θες να σταματήσεις ό,τι κάνεις και να την ακούσεις. Ο Μπεν το απέδωσε με υπέροχο τρόπο. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα ανοίγει και ξεκινά η πορεία του για να γίνει κι αυτός ένας Γουόρεν.

ΕΝΑ ΠΕΡΑ ΓΙΑ ΠΕΡΑ ΑΛΗΘΙΝΟ... ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΑ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Όταν μιλάμε για το γύρισμα αυτών των ταινιών, η ερώτηση που μου κάνουν πάντα είναι «συνέβη ποτέ κάτι τρομακτικό στο πλατό;». Η απάντησή μου είναι… ναι! Όπως προανέφερα, η εμπειρία μου στο «Κάλεσμα 4: Η Τελευταία Τελετουργία» ενίσχυσε την πίστη μου κι αυτό οφείλεται σε δύο πράγματα. 

Αρχικά στις εκτενείς συζητήσεις μου με τους Σμερλ και στη βεβαιότητα με την οποία αφηγούνταν την ιστορία τους. Πρόκειται για ανθρώπους απολύτως ειλικρινείς, λογικούς, έξυπνους αντιμέτωπους με μία βαθιά πληγή. Ήταν ένα σοκαριστικό, τραυματικό γεγονός που με άγγιξε σε απίστευτο βαθμό.

Επίσης, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην Αγγλία (αλήθεια, ορκίζομαι στον Θεό!), έμενα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι. Λεγόταν The Old Vicarage, ξέρεις από ‘κείνα τα μέρη που δεν έχουν καν διεύθυνση, μόνο όνομα. Συνήθως επιλέγω ένα μικρότερο σπίτι, αλλά στα γυρίσματα είχα μαζί την οικογένειά μου, οπότε καταλήξαμε στο Old Vicarage που βρισκόταν σε μία υπέροχη γειτονιά. Ονομάστηκε έτσι γιατί παλιά εκεί έμεναν οι ιερείς της ενορίας και πρέπει να είχε καμιά διακοσαριά χρόνια ιστορία.

Όσο διαμέναμε εκεί, η κόρη μου με ενημέρωσε πως είδε «κάτι» και το φωτογράφισε με το iPad της. Ήταν μία σκοτεινή και θολή φωτογραφία, ως αναμένονταν. Εγώ, ως σκεπτικιστής, της είπα: «Δεν υπάρχει τίποτα εκεί, γλυκιά μου, δεν βλέπω τίποτα». Εκείνη επέμενε: «Μα, δεν το βλέπεις; Είναι κάποιος που στέκεται εκεί και μοιάζει με ιερέα. Σαν να έχει το κολάρο στον λαιμό του». Δεν ξέρω αν είχε υπερβάλουσα φαντασία επειδή μόλις είχα τελειώσει την «Καλόγρια II», αλλά ήταν πεπεισμένη.

Εκείνη την περίοδο κυκλοφορούσε στη γειτονιά η φήμη ότι είχαν γίνει πολλές διαρρήξεις και όλοι ήταν σε επιφυλακή. Ένα βράδυ η οικογένειά μου είχε πάει στο Λονδίνο κι εγώ έμεινα μόνος, κάνοντας αυτό που κάνω συνήθως αργά το βράδυ: έπαιζα βιντεοπαιχνίδια. Κάποια στιγμή άκουσα φωνές στο σπίτι, έσβησα τα φώτα για να δω έξω, και σύντομα συνειδητοποίησα ότι οι φωνές δεν έρχονταν απ’ έξω - ακούγονταν από τον πάνω όροφο. Δεν ήξερα καν ποιος ήταν ο αριθμός για την Άμεση Δράση, άρπαξα ένα εργαλείο από το τζάκι και ανέβηκα. Άκουγα καθαρά δύο αντρικές φωνές, δύο άντρες να μιλάνε μεταξύ τους. Φοβήθηκα, αλλά συνέχισα. Έψαξα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ήταν ένα τριώροφο σπίτι, με περίεργες γωνίες, λες και βγήκε από τον «Χάρι Πότερ». Έψαξα κάθε δωμάτιο στους δύο πάνω ορόφους, δεν υπήρχε κανείς και ξαφνικά οι φωνές σταμάτησαν. Αρχικά ένιωσα ανακούφιση, σκέφτηκα: «ευτυχώς, δεν ήταν ληστές», γιατί δεν θα ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω. Μετά όμως συνειδητοποίησα - ορκίζομαι στον Θεό! - ότι αυτές οι φωνές υπήρχαν και πείστηκα ότι ήταν στοιχειό. Ξέρω ότι κάτι υπήρχε εκεί. Είμαι πια απόλυτα αφοσιωμένος στην Πίστη και ζητώ συγγνώμη που στο παρελθόν ήμουν επιφυλακτικός ή απαντούσα βιαστικά. Αυτά συνέβησαν.

ΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΟΥΟΡΕΝ ΚΑΙ ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ

ΜΑΪΚΛ ΤΣΑΒΕΣ: Οι πραγματικοί Γουόρεν άγγιξαν αμέτρητες ζωές. Υπήρξαν τόσοι άνθρωποι που τους είχαν ανάγκη, αντιμετωπίζοντας στοιχειώματα ή ανεξήγητες συμπεριφορές. Οι Γουόρεν ήταν εκεί γι’ αυτούς, ταξίδευαν σε όλη τη χώρα για να ακούσουν ανθρώπους που κανείς άλλος δεν πίστευε. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο σημαντική. Ήταν κάτι πραγματικό.

Παράλληλα σκέφτομαι πόσες ζωές έχει αγγίξει η κινηματογραφική σειρά «Conjuring», τους θαυμαστές που μεγάλωσαν βλέποντας τις ταινίες, αλλά και όλους όσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν σε αυτήν. Ήταν ένα απίστευτο ταξίδι, μια μοναδική εμπειρία, κάτι για το οποίο νιώθω εξαιρετικά τυχερός που υπήρξα κομμάτι του.

INFO
Το «Κάλεσμα 4: Η Τελευταία Τελετουργία» προβάλλεται ήδη στις αίθουσες από την Tanweer.