Το τέλος της σεξουαλικής αθωότητας: Αυτές είναι οι ταινίες που έσπασαν τα ερωτικά ταμπού στο Χόλιγουντ
Μνημεία αλλοτινών και άκρως συντηρητικών εποχών, θύματα αυστηρών ηθών και αυταρχικών κανονισμών λογοκρισίας, όμως υπεύθυνες για μερικά από τα πιο αποφασιστικά βήματα ερωτικής απελευθέρωσης στο αμερικανικό σινεμά: οι παρακάτω ταινίες σήμαναν το οριστικό τέλος του πουριτανισμού για το Χόλιγουντ.
«Traffic in Souls» (1913) του Τζορτζ Λόουν Τάκερ
Απειροελάχιστοι έχουν δει αυτό το πρώιμο δείγμα κινηματογράφου κοινωνικής καταγγελίας, οι ιστορικοί επισημαίνουν, ωστόσο, ότι πρόκειται για το πρώτο φιλμ στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά που αναφέρεται ανοιχτά όχι μόνο στην πράξη, αλλά και στην ωφελιμιστική εκμετάλλευση του σεξ, μιας και η υπόθεση σχετίζεται με εμπόριο λευκής σαρκός. Η αντίδραση ήταν τόσο έντονη και το σοκ της κοινής γνώμης τόσο σφοδρό, ώστε οδήγησαν το φιλμ να αναγορευτεί σε σκάνδαλο και να σημειώσει τις εντυπωσιακές για την εποχή εισπράξεις των 450 χιλιάδων δολαρίων.
«Τρέλες Γυναικών» («Foolish Wives», 1922) του Έριχ φον Στρόχαϊμ
Γυρισμένες για λογαριασμό μεγάλου αμερικανικού στούντιο και έναντι γενναίου προϋπολογισμού, είχαν αρχική διάρκεια έξι ωρών, όμως κατόπιν επεμβάσεως των παραγωγών χρειάστηκε να μετριαστούν στις δύο. Μόνο που οι περικοπές δεν έγιναν μοναχά για να κάνουν το φιλμ πιο προσιτό στο ευρύ κοινό, αλλά και για να αποφύγουν την κατακραυγή, καθώς ο «ανήθικος» για πολλούς σκηνοθέτης τολμούσε εν έτει 1922 και τοποθετούσε απροκάλυπτα επί οθόνης ζητήματα όπως η σεξουαλική ελευθεριότητα, η ερωτική διαστροφή, η αποπλάνηση και ο βιασμός. Σκηνές αδιανόητα τολμηρές για την εποχή τους. όπως αυτή όπου ο διεφθαρμένος πρίγκιπας, που υποδύεται ο ίδιος ο Στρόχαϊμ, ντύνεται τραβεστί, μαστιγώνει μια από τις πολλές ερωμένες του, αλλά και επιθυμεί να αποπλανήσει μια έφηβη με διανοητική στέρηση χρειάστηκε όπως είναι λογικό να κοπούν, αφήνοντας ελλιπές το φιλμ και ξέφρενη τη φαντασία πολλών μελετητών από τότε.
«Morocco» (1930) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ
Κατόπιν προτροπής της ίδιας της Μάρλεν Ντίτριχ, ο σκηνοθέτης πρόσθεσε στην ταινία μια σκηνή κατά την οποία η πρωταγωνίστριά του φιλά μια άλλη γυναίκα. Με τον κίνδυνο βέβαιης αντίδρασης από την Επιτροπή Λογοκρισίας και τις πιο συντηρητικές μερίδες θεατών, η Ντίτριχ είχε την εξής πονηρία: συνόδευε το επίμαχο φιλί με ένα πλάνο στο οποίο έπαιρνε ένα λουλούδι από την γυναίκα και το έδινε στον συμπρωταγωνιστή της, Γκάρι Κούπερ, εξηγώντας έτσι στους λογοκριτές ότι, εάν έκοβαν το περίφημο φίλημα, η εμφάνιση του λουλουδιού θα παρέμενε μετέωρη και η σκηνή δεν θα έβγαζε κανέναν νόημα. Έτσι ακριβώς και την έσωσε, κάνοντάς την μέχρι σήμερα ένα πρώιμο ορόσημο ομοφυλοφιλικού υπαινιγμού και παιχνιδίσματος με την ανοχή της λογοκρισίας…
«Ο Παράνομος» («The Outlaw», 1943) του Χάουαρντ Χιούζ
Το ιδιόρρυθμο αυτό γουέστερν στάθηκε μήλο της έριδος ανάμεσα στον πολυεκατομμυριούχο παραγωγό Χάουαρντ Χιούζ και τον Γουίλ Χέιζ, εμπνευστή του περίφημου κώδικα δεοντολογίας στο Χόλιγουντ σχετικά με το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να απεικονίζεται σε μια ταινία. Ο «Παράνομος» προκαλεί μέχρι σήμερα εντύπωση με τον μισογυνισμό, αλλά και τις προφανείς ομοφυλοφιλικές νύξεις σχετικά με τους δυο αρσενικούς ήρωες. Ο λόγος για τον οποίο ξεσήκωσε σάλο στις μέρες του ήταν, εντούτοις, καθαρά… ανατομικός. Τα υπερμεγέθη στήθη της πρωταγωνίστριας Τζέιν Ράσελ (πρώην υπαλλήλου την οποία ανακάλυψε και αναγόρευσε σε σταρ ο Χιούζ) έγιναν το επίκεντρο μιας απροκάλυπτα σεξιστικής διαφημιστικής καμπάνιας, αλλά και πολλών σκηνών της ταινίας, που αρέσκονταν να τα εκθέτουν ημίγυμνα και προκλητικά. Κατόπιν επανειλημμένων απαιτήσεων από τον Χέιζ και μέλη που ανήκαν στην διαβόητη «Λεγεώνα της Ευπρέπειας», ο Χάουαρντ Χιούζ προχώρησε στην αφαίρεση μερικών μόνο σκηνών, αρνούμενος τις εκτενείς περικοπές που του πρότειναν και ξεκινώντας έναν αγώνα που βοήθησε πολύ το αμερικανικό σινεμά να απεγκλωβιστεί σταδιακά από τα δεσμά της λογοκρισίας και την ταινία να σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Έστω κι αν χρειάστηκε να περιμένει πέντε χρόνια μέχρι να κυκλοφορήσει, οριστικά και ανενόχλητα, στις αίθουσες.
«Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι» («From Here to Eternity», 1953) του Φρεντ Τσίνεμαν
Μπορεί να έμεινε κλασική η σκηνή όπου οι «παράνομοι εραστές» Μπαρτ Λάνκαστερ και Ντέμπορα Καρ (Κερ, κατά το ελληνικότερο) φιλιούνται λουσμένοι από την άμμο και τα κύματα, στάθηκε παρ’ όλα αυτά πέτρα του σκανδάλου για μια ολόκληρη εποχή που εξακολουθούσε να τελεί υπό το καθεστώς του Κώδικα Χέιζ. Η συγκεκριμένη σκηνή στηλιτεύτηκε όσο ελάχιστες στο μεταπολεμικό αμερικανικό σινεμά, για τον απλούστατο λόγο ότι επέλεγε να σπάσει αυστηρά ταμπού που είχαν να κάνουν με την υπόνοια του σεξ επί οθόνης και αποφάσιζε να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς καθόλου επικριτική διάθεση για το «απαγορευμένο» ζήτημα της μοιχείας. Την ίδια περίπου τύχη επρόκειτο να έχει δέκα χρόνια αργότερα το «Kiss me, Stupid» του Μπίλι Γουάιλντερ, με την λογοκρισία και διάφορες εκκλησιαστικές ενώσεις να καταδικάζουν την ταινία ως ηθικά επιλήψιμη για τον χειρισμό της σε θέματα εξωσυζυγικών περιπτύξεων.
«The Moon is Blue» (1953) του Ότο Πρέμινγκερ
Ήταν η πρώτη mainstream ταινία του Χόλιγουντ που χρησιμοποιούσε λέξεις όπως «ερωμένη» και «παρθένα» στους διάλογούς της, ενώ έθιγε γαργαλιστικά το θέμα της σεξουαλικής αποπλάνησης. Σε απάντηση, η Λεγεώνα της Ευπρέπειας καταδίκασε το φιλμ, η Καθολική Εκκλησία ζήτησε την απαγόρευσή του με το αιτιολογικό ότι διαφθείρει την ηθική όσων το δουν και το περιοδικό Time το αποκάλεσε ως «την πιο βρωμερή ταινία που έγινε ποτέ και στην οποία επετράπη να κυκλοφορήσει σε αμερικανικό έδαφος». Ύστερα από αυτό, είκοσι εκατομμύρια Καθολικοί αντέδρασαν με πορείες διαμαρτυρίας σε ολόκληρη τη χώρα, ένα 77% των αιθουσών της Αμερικής αρνήθηκε την προβολή του και το φιλμ έσβησε γοργά στα ταμεία με μόλις εξακόσιες χιλιάδες δολάρια σε εισπράξεις. Βλέποντας ξανά κανείς την ρομαντική κωμωδία σήμερα, βρίσκει αδιανόητο ότι κατόρθωσε να προκαλέσει τέτοιο θόρυβο στην εμφάνισή της.
«Μπέιμπι Ντολ» («Baby Doll», 1956) του Ελία Καζάν
Την πρώτη του μεγάλη μάχη με την λογοκρισία ο Καζάν χρειάστηκε να την δώσει στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν αποφάσισε να μεταφέρει το σεξουαλικά φορτισμένο «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τένεσι Γουίλιαμς από την σκηνή στη μεγάλη οθόνη. Η αυταρχική και πάλι επέμβαση της επιτροπής Χέιζ ανάγκασε τον σκηνοθέτη να απαλείψει εντελώς οποιαδήποτε αναφορά έκανε το πρωτότυπο θεατρικό έργο στην ομοφυλοφιλία και να κάνει πιο συντηρητικό το φινάλε. Ο Καζάν δέχτηκε τις υποδείξεις, πάλεψε μολαταύτα με επιμονή και στο τέλος κατάφερε να κρατήσει στο φιλμ την σκηνή του βιασμού της Μπλανς Ντιμπουά από τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι. Μια πενταετία περίπου αργότερα, ο Καζάν σκηνοθετεί το «Μπέιμπι Ντολ», υπογεγραμμένο επίσης από την πένα του Γουίλιαμς και διηγούμενο την ιστορία ενός νεαρού νυμφιδίου παντρεμένου με έναν πολύ μεγαλύτερό του άντρα. Βουτηγμένη σε μια αμαρτωλή, βαθιά αισθησιακή ατμόσφαιρα και με την πρωταγωνίστρια, Κάρολ Μπέικερ, να κυκλοφορεί με μια διάφανη νυχτικιά (που έμελλε να πάρει το όνομα της ταινίας και να γνωρίσει μεγάλη απήχηση στα ράφια των μαγαζιών), η ταινία εξόργισε τους θιασώτες της Λεγεώνας Ευπρέπειας. Αδιαφορώντας, ο Καζάν όχι μόνο δεν μετρίασε, αλλά και μετέτρεψε το πολυσυζητημένο θέαμα της Μπέικερ και του νυχτικού σε αφίσα του φιλμ. Ηττήθηκε, όμως, όταν συντονισμένο μποϊκοτάζ ενάντια στην ταινία και απόφαση πολλών αιθουσών της χώρας να μην την προβάλλουν οδήγησε στην αποτυχία της.
«Ο Καουμπόη του Μεσονυκτίου» («Midnight Cowboy», 1968) του Τζον Σλέσιντζερ
Στάθηκε η πρώτη χολιγουντιανή ταινία που μίλησε ανοιχτά και χωρίς καμιά διάθεση εξιδανίκευσης για τον αγοραίο έρωτα και την αρσενική πορνεία, την ίδια ώρα που (για πολλούς) έκρυβε μέσα της τον ανεκδήλωτο μέχρι τέλους ομοφυλοφιλικό έρωτα του Ντάστιν Χόφμαν για τον Γιόν Βόιτ. Μοναδική περίπτωση στην ιστορία των Όσκαρ όπου ταινία φορτωμένη τον βαρύτατο χαρακτηρισμό «Αυστηρώς Ακατάλληλη» κατέληγε να βραβευτεί σε βασικές κατηγορίες, ο «Καουμπόη» κατόρθωσε να εγκαταλείψει την βραδιά της τότε απονομής με το αγαλματίδιο της Καλύτερης Ταινίας και της Καλύτερης Σκηνοθεσίας και να σπρώξει αρκετά κινηματογραφικά ήθη προς το προοδευτικότερο.
«Βαθύ Λαρύγγι» («Deep Throat», 1972) του Τζέραρντ Νταμιάνο
Το 1972 η βιομηχανία του πορνό γνώριζε άνθηση σε ένα εντελώς περιθωριακό κύκλωμα αιθουσών, πράγμα που σήμαινε ότι για να παρακολουθήσεις ένα hardcore φιλμ έπρεπε να καταπολεμήσεις τις αναστολές σου και να τρυπώσεις σε κάποιον από τους κακόφημους κινηματογράφους όπου θα παιζόταν. Όλα αυτά μέχρι τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, όπου το θρυλικό «Βαθύ Λαρύγγι» αλλάζει ριζικά το τοπίο, κάνοντας την τσόντα συνείδηση σε ένα ευρύτατο πια κοινό, αναθεωρώντας τα σεξουαλικά ήθη και τις λογοκριτικές τάσεις της εποχής και αναγορεύοντας εαυτόν σε γνήσιο πολιτιστικό φαινόμενο. Η ταινία στοίχισε μόλις 23.οοο δολάρια. Μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι έχει συγκεντρώσει 600 εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις, γεγονός που της δίνει τον χαρακτηρισμό της πιο πετυχημένης ανεξάρτητης ταινίας που έγινε ποτέ. Η πρωταγωνίστριά της την αποκήρυξε, ισχυριζόμενη ότι αναγκάστηκε να επιδοθεί στις απαιτούμενες ερωτικές σκηνές δια της βίας. Η κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον εξαπέλυσε ολόκληρο κυνήγι μαγισσών εναντίον της. Και η αντιμετώπιση του αμερικανικού σινεμά απέναντι στο σεξ έχασε σημαντική από την υποκρισία και τον καθωσπρεπισμό της.
Διάσημες και πολυσυζητημένες πρωτιές
Τα πρώτα διαφυλετικά φιλιά της αμερικανικής οθόνης ανταλλάσσονται μεταξύ Χάρι Μπελαφόντε και Τζόαν Φοντέν στο «Νησί στον Ηλιο» («Island in the Sun», 1957). Η πρώτη διαφυλετική ερωτική σκηνή έρχεται μια δεκαετία περίπου μετά και έχει ως πρωταγωνιστές τους Ράκελ Γουέλς και Τζιμ Μπράουν του γουέστερν «100 Τουφέκια» («100 Rifles»).
Το πρώτο «γαλλικό» φιλί του Χόλιγουντ ανήκει στους Νάταλι Γουντ και Γουόρεν Μπίτι του «Πυρετός στο Αίμα» («Splendor in the Grass», 1961). Η πρώτη φορά που το κοινό βλέπει προφυλακτικό σε σκηνή συνέβη στη «Γνωριμία της Σάρκας» («Carnal Knowledge», 1971), λίγο πριν ο Άρτ Γκαρφάνκελ και η Κάντις Μπέργκεν κάνουν έρωτα.
Η πρώτη αμερικανική ταινία που μίλησε ανοιχτά για αντρική ομοφυλοφιλία είναι το «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι» («Suddenly Last Summer», 1959). Στον «Ενεχυροδανειστή» («The Pawnbroker», 1964), η μαύρη ηθοποιός Θέλμα Όλιβερ επιδεικνύει ολόγυμνα γυναικεία στήθη για πρώτη φορά στα χρονικά ταινίας μεγάλου στούντιο.
Δυο χρόνια αργότερα, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι με το (αγγλικής παραγωγής) «Μπλόου Απ» («Blow Up») σπάει νέο μεγάλο ταμπού, απεικονίζοντας γυμνό αιδοίο (ήταν της Τζέιν Μπίρκιν), ενώ ο Αλαν Μπέιτς και ο Όλιβερ Ριντ καταρρίπτουν το απαγορευμένο ως τότε θέαμα αντρικών γεννητικών οργάνων στις «Ερωτευμένες Γυναίκες» («Women in Love», 1969). Την αποφασιστική νομιμοποίηση της παρτούζας στο σινεμά μπορεί στο μεταξύ να γυρέψει κανείς στο «Μπομπ και Κάρολ και Τεντ και Άλις» («Bob and Carol and Ted and Alice») της ίδιας χρονιάς, όσο για την πρώτη σκηνή πρωκτικής ερωτικής διείσδυσης, αυτή ανήκει στην περίφημη σεκάνς με το βούτυρο του «Τελευταίου Τανγκό στο Παρίσι» («Last Tango in Paris», 1973). Βιασμός άντρα από άλλον άντρα απεικονίζεται στην πιο πολυσυζητημένη (και σοκαριστική) σκηνή του «Όταν Ξέσπασε Η Βία» («Deliverance», 1972).
Η πρώτη χολιγουντιανή ομοφυλοφιλική περίπτυξη συνέβη μεταξύ Χάρι Χάμλιν και Μάικλ Όντκιν στο «Making Love» (1982). Πρώτος Αμερικανός ηθοποιός ο οποίος κέρδισε Όσκαρ υποδυόμενος έναν έκδηλα γκέι χαρακτήρα παραμένει ο Γουίλιαμ Χαρτ στο «Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» («Kiss of the Spider Woman», 1985), προλαβαίνοντας κατά οχτώ χρόνια τον Τομ Χανκς του «Φιλαδέλφεια» («Philadeplhia») και την δική του βράβευση. Πρώτη γυναίκα ηθοποιός στην οποία απονεμήθηκε το χρυσό αγαλματίδιο για παρόμοιο ρόλο, η Χίλαρι Σουόνκ του «Boys Don’t Cry» (1999).