«Όταν γυρίζεις μία σκηνή πρέπει να μοιάζει με ζωγραφική»: Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ
Ο υποψήφιος για δυο Όσκαρ Φαίδωνας Παπαμιχαήλ, ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Διευθυντές Φωτογραφίας, παραδίδει στο ΣΙΝΕΜΑ μία εξομολογητική συνέντευξη με αφορμή τη νέα του ταινία «Όταν το Φως Πέφτει».
Ο δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ Διευθυντής Φωτογραφίας Φαίδων Παπαμιχαήλ, δεν χρειάζεται συστάσεις. Αγαπημένος και σταθερός συνεργάτης των Αλεξάντερ Πέιν και Τζέιμς Μάνγκολντ έχει συνεργαστεί με Βιμ Βέντερς, Τζορτζ Κλούνεϊ, Όλιβερ Στόουν, έχει προταθεί έξι φορές για το Βραβείο της Ένωσης Αμερικανών Διεθυντών Φωτογραφίας και παράλληλα έχει βρεθεί πίσω από την κάμερα ως σκηνοθέτης (κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί) για ταινίες, μικρού και μεγάλου μήκους, που έχουν κάνει σημαντική πορεία σε διεθνή φεστιβάλ.
Με αφορμή τη νέα του σκηνοθετική δουλειά στο «Όταν το Φως Πέφτει», που γυρίστηκε στην Ανάβυσσο και έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Black Nights του Ταλίν, συνάντησα ξανά τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ λίγους μήνες μετά τη συνεργασία που είχε με τις Νύχτες Πρεμιέρας ως μέλος της Κριτικής Επιτροπής στο τμήμα ελληνικών ταινιών μικρού μήκους για την επιλογή του Βραβείου Καλύτερης Κινηματογράφησης GSC Award 2024.
Στην κουβέντα μας μίλησε για την επιστροφή του στη σκηνοθεσία μετά από 10 χρόνια, την αναζωογονητική εμπειρία που προσφέρει μια ανεξάρτητη παραγωγή απέναντι στα στουντιακά μεγαθήρια, αναφέρεται στους αγαπημένους του συνεργάτες Μάνγκολντ - Πέιν, εξομολογείται μυστικά για τον Ιντιάνα Τζόουνς και την Τζούλια Ρόμπερτς και - κυρίως - αισιοδοξεί για το μέλλον.
Απολαύστε τον!
INFO
Η ταινία «Όταν το Φως Πέφτει» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.
Περισσότερα από 10 χρόνια μετά το «Lost Angeles» επιστρέφεις πίσω από την κάμερα ως σκηνοθέτης με το «Όταν το Φως Πέφτει». Τι ήταν εκείνο που σε παρακίνησε για να αναλάβεις το συγκεκριμένο πρότζεκτ;
Ο κινηματογράφος είναι κινηματογράφος και δεν με νοιάζει η καταγωγή του
Το γεγονός πως βρισκόμουν στην Ελλάδα και ένιωθα λίγο εγκλωβισμένος καλλιτεχνικά λόγω Covid. Ήμουν με την οικογένειά μου στο Λεωνίδιο και περίμενα να δω τι θα γίνει με τις δουλειές στην Αμερική. Ήταν να ξεκινήσω σε μία νέα ταινία με τον Άαρον Σόρκιν, αλλά όλα αυτά ακυρώθηκαν, γιατί τότε ήταν πολύ δύσκολο να κάνεις ταινίες εξαιτίας της πανδημίας. Καθόμουν, λοιπόν, με τον φίλο μου Σβεν Νταγκόνες (Σ.τ.Σ. τον σεναριογράφο της ταινίας) που μένει επίσης στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στην Κάρυστο, σε ένα χωριό στο βουνό. Επειδή είναι σεναριογράφος, είναι επίσης… απένταρος. Δουλεύει πολύ στις οικοδομές, το έχει σαν δεύτερη δουλειά. Με τον Σβεν είχαμε γράψει μαζί ένα σενάριο στο παρελθόν. Με την ευκαιρία να σου πω πως αυτό το διάστημα γράφω ξανά κάτι. Θα είναι η πρώτη φορά που θα σκηνοθετήσω δικό μου σενάριο και είναι πιο προσωπικό, μία κωμωδία σχέσεων στο ύφος του «Πλαγιώς».
Επιστρέφω στο «Όταν το Φως Πέφτει». Επειδή ο Σβεν είχε έτοιμο το σενάριο σκεφτήκαμε πως ήταν ιδανικό για γύρισμα κατά τη διάρκεια του Covid. Ήταν μία μικρή, περιορισμένη παραγωγή, κυρίως σε ένα κτίριο. Δεν είχα όνειρο ζωής να γυρίσω ένα θρίλερ, γιατί το «Όταν το Φως Πέφτει» είναι μία σκληρή ταινία. Δεν ήθελα να σκηνοθετήσω κάτι σαν το «Μη Αναστρέψιμος» για να στο πω έτσι. Το σενάριο, όμως, ήταν πολύ «δεμένο», μου άρεσαν οι χαρακτήρες και σκέφτηκα πως ήταν σαν αρχαία ελληνική τραγωδία. Πόσο μάλλον που διαδραματίζεται στην Ελλάδα.
Είπα, λοιπόν, εντάξει, ας το δούμε αν βρούμε μια καλή τοποθεσία. Βρήκαμε το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο με την βοήθεια του Υπουργείου Τουρισμού και προχωρήσαμε.
Όποιος έχει κάνει βόλτα στην παραλιακή μέχρι την Ανάβυσσο, θα αναγνωρίσει εύκολα το ξενοδοχείο της ταινίας. Πρόκειται για τη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης Αναβύσσου.
Ναι, σωστά. Η αρχιτεκτονική του είναι καταπληκτική. Όταν έφτασα εκεί, κατάλαβα πως είναι μοναδική ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο χώρο. Ταίριαζε τόσο πολύ στην ιστορία, οι σκάλες έμοιαζαν με πίνακα του Έσερ. Μπορούσες να παίξεις με τις προοπτικές του χώρου. Και όχι μόνο αυτό, ο ήχος ήταν εκπληκτικός.
Μαγεύτηκα από τον χώρο και από τις δυνατότητες φωτογράφισής του. Ήθελα να κάνω μια κινηματογραφική ταινία και λόγω της ιδιότητάς μου, ως Διευθυντής Φωτογραφίας, να είναι μία ταινία ελκυστική, όχι βαρετή.
Οπότε λειτούργησε και κάπως απελευθερωτικά; Η δυνατότητα δηλαδή που σου έδινε το πρότζεκτ για κάτι μικρότερης κλίμακας, μακριά από τις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις μιας στουντιακής ταινίας του Χόλιγουντ.
Ναι, για ‘μένα κάτι τέτοιο είναι πάντα μια πολύ αναζωογονητική διαδικασία. Ειδικά όταν ακολουθεί μια μεγάλη ταινία από στούντιο. Κι αυτό γιατί έχω δημιουργικές επιλογές που δεν είναι αυτονόητες. Για παράδειγμα μετά έκανα τον πέμπτο «Ιντιάνα Τζόουνς» και εκεί ήταν όλα θέμα προγραμματισμού, διαχείρισης, storyboards, προεπισκοπήσεων, ημερομηνίας κυκλοφορίας… Στο «Όταν το Φως Πέφτει» μπήκα στο κτίριο και είχα όλη την ευελιξία να κάνω ό,τι θέλω. Πήγαινα το πρωί και παρατηρούσα την κουζίνα, τους δρόμους, άκουγα τον ήχο, σε ενέπνεαν τα πάντα.
Μίλησέ μου λίγο για το κάστινγκ της ταινίας. Είχες στο μυαλό σου τις δύο γυναίκες για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και έπειτα συνθέσατε την υπόλοιπη ομάδα;
Έχω φίλους που μένουν στη Γεωργία, η γυναίκα μου είναι Γεωργιανή, και γνώριζα ήδη την Ελένσιο που υποδύεται την Κλάρα στην ταινία. Έπειτα βρήκαμε την Νίνι Νεμπιερίτσε, που είναι φωτογράφος/μοντέλο και ζει στη Νέα Υόρκη. Ένας φίλος μου, που είναι υπεύθυνος δραματικής σχολής στα Τίρανα, μου σύστησε στη συνέχεια αρκετούς ηθοποιούς και ξεκινήσαμε δοκιμαστικά με διαφορετικές ομάδες, πολλούς συνδυασμούς. Εκεί ανακάλυψα τον Σίλβιο Γκοσκόβα που είναι φοβερός ηθοποιός. Όλοι τους ήταν πραγματικά καλοί και έτσι πείστηκα πως η ταινία μπορεί να λειτουργήσει. Όλα τότε ξεκαθάρισαν. Φτιάξαμε μία μικρή ομάδα με το συνεργείο να μπορεί να πηγαινοέρχεται από Αθήνα και ξεκινήσαμε.
Μιας και μιλάμε για διάφορες εθνικότητες, μου δίνεις κατάλληλη πάσα για την επόμενη ερώτηση. Συζήτησες με τους ηθοποιούς σου για το πώς αντιλαμβάνονται τους χαρακτήρες της ταινίας; Αν δηλαδή ένιωσαν ποτέ να υπηρετούν ένα στερεότυπο.
Από τον Τζέιμς Μάνγκολντ έμαθα να συγκεντρώνω αρκετό υλικό, από τον Αλεξάντερ Πέιν έμαθα την απλότητα των πραγμάτων. Με τον Γκορ Βερμπίνσκι δεν τα πήγαμε τόσο καλά
Αυτό που αναφέρεις το είχα ως πρόβλημα στην αρχή. Όταν διάβασα το σενάριο σκέφτηκα πως είτε είσαι Έλληνας, είτε Αλβανός, είναι πιθανό να σου φανεί πως οι χαρακτήρες υπηρετούν ένα στερεότυπο. Αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν είναι τόσο απλό. Κανείς δεν είναι πραγματικά «κακός» στην ταινία. Όλοι είναι θύματα των περιστάσεων και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Αν μπορούσα να αποτυπώσω αυτή τη χαοτική κατάσταση, θα λειτουργούσε και η ταινία. Τα δυο αδέρφια για παράδειγμα είναι δυο τύποι που θέλουν να βοηθήσουν. Ο τρίτος της παρέας είναι ένας άντρας που κακοποιείται. Στην πραγματικότητα ο μόνος «κακός» είναι ο αστυνομικός που υποδύεται ο Μάκης Παπαδημητρίου. Για ‘μένα ήταν σημαντικό να μην παρουσιάσω στερεότυπα, να μην εκμεταλλευτώ τη βία. Κάποιος που θα κριτικάρει την ταινία θα πει «δεν είναι έτσι» κι εγώ θα το ακούσω. Αλλά θα απαντήσω πως «μπορεί και να συμβεί». Δεν προσπαθώ να κάνω κάποια πολιτική δήλωση, ούτε να κριτικάρω την ελληνική κοινωνία. Αυτό που ισχύει είναι πως δεν είναι όλα όπως τα βλέπουμε και σίγουρα δεν είναι όλα «τουριστικά».
Η πιο ενδιαφέρουσα ατάκα της ταινίας είναι αυτό που λέει ο αστυνομικός Μάκης Παπαδημητρίου, πως «εδώ δεν συμβαίνει τίποτα κακό». Την ίδια στιγμή βλέπουμε πως όλα οδηγούνται σε μία δυσάρεστη, τραγική εξέλιξη. Δεν ήθελες δηλαδή να κάνεις κάποιο σχόλιο με αυτό; Να υπονοήσεις την σκοτεινή πλευρά του ανέμελου, τουριστικού καλοκαιριού;
Ναι, αλλά δεν ήθελα να το περάσω ως κάποιο «μήνυμα». Αυτό είναι σημαντικό. Είναι κάτι που αγγίζει περισσότερο το «λάθος τόπος, λάθος στιγμή», κάτι που μπορεί να συμβεί. Με ενδιαφέρει το μεταναστευτικό, η οικονομική σύγκρουση των κοινωνιών, αλλά δεν είναι αυτοί οι λόγοι που κάνω μία ταινία. Ρώτησα τους Αλβανούς ηθοποιούς της ταινίας αν πιστεύουν πως τους παρουσιάζουμε στερεοτυπικά. Μου είπαν πως «όχι, αυτή είναι μια σημαντική ιστορία για ‘μάς, για τον λαό μας». Σκέφτηκα μήπως κάτι δεν τους αρέσει και μου απάντησαν «έτσι είναι η ζωή μας, είναι κάτι με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι συνεχώς, ιστορικά και πολιτισμικά». Και αυτό δεν αφορά απαραίτητα μόνο την Ελλάδα, θα μπορούσε να συμβεί στην Κροατία, οπουδήποτε. Απλώς είναι ένα φαινόμενο ντόμινο.
Το ίδιο ισχύει και για την πρωταγωνίστρια. Δεν είναι ένα βίαιο άτομο. Αν στην επίμαχη σκηνή της ταινίας δεν είχε πεταχτεί η γάτα, δεν είχε κάνει θόρυβο, η Κλάρα θα είχε ξεφύγει και τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Πρόκειται για καθαρή ειρωνεία. Αυτό που ήθελα να κάνω είναι ένα θρίλερ που να σε κρατάει, όχι ένα arthouse φιλμ. Ασφαλώς και μου αρέσουν κάποιες arthouse ταινίες, αλλά έχω διαβάσει και σενάρια που είναι πολύ εγωκεντρικά και επιτηδευμένα. Εγώ ήθελα να πω μια απλή ιστορία. Από την άλλη, κάθε άνθρωπος κάνει τις προβολές του. Ρώτησα τον συμπαραγωγό μου Θανάση Καραθάνο στη Γερμανία αν είναι ένα καλό θρίλερ και μου απάντησε «Όχι, είναι ένα κοινωνικο-πολιτικό δράμα». Σε μία βίαιη σκηνή της ταινίας έχω δει θεατές να σοκάρονται και άλλους να χειροκροτούν. Υπάρχουν γυναίκες, και μάλιστα γυναίκες σε μεγαλύτερη ηλικία, που αγάπησαν την ταινία. Μου κάνει εντύπωση γιατί δεν είναι το είδος των ταινιών στο οποίο δουλεύω συνήθως. Είδε την ταινία η μητέρα μου, που είχε μισήσει το σενάριο, και την λάτρεψε. Στην μητέρα μου επίσης αρέσει ο «Κυνόδοντας», άρα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Το μόνο σίγουρο είναι πως το κοινό είναι διχασμένο!
Και αυτό είναι που κάνει τις συζητήσεις για τις ταινίες ενδιαφέρουσες.
Θα σου φέρω ως παράδειγμα τον Τιμοτέ Σαλαμέ στο «A Complete Unknown». Ποτέ δεν ξέραμε τι θα έκανε
Κάποιοι μου έχουν πει «είναι πολύ αμερικανική ταινία» και όταν την προβάλλω στην Αμερική ακούω «είναι πολύ ευρωπαϊκή». Μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον γιατί δεν σκέφτομαι τον εαυτό μου ως ένα από τα δυο, δεν έχω μια ισχυρή εθνική ταυτότητα. Στην ψυχή και στην καρδιά μου αγαπώ την Ελλάδα, είμαι γοητευμένος από τη χώρα μου. Κάποια στιγμή, όμως, μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ με το σινεμά στην Αμερική. Ας πούμε, λοιπόν, πως είμαι ένας αφηγητής, γιατί πάντα αγαπούσα τον κινηματογράφο. Μεγάλωσα με Βιμ Βέντερς και Ρόμπι Μίλερ, με Γκοντάρ και Ραούλ Κουτάρ, αλλά και με Στάνλεϊ Κιούμπρικ, Τζον Φορντ. Ο κινηματογράφος είναι κινηματογράφος και δεν με νοιάζει η καταγωγή του.
Ακόμα και στην ταινία παίζεις λίγο με τα είδη. Ξεκίνησα να την παρακολουθώ και στην αρχή νόμιζα πως θα δω ένα καλοκαιρινό δράμα χαρακτήρων που έχει αποχρώσεις Ερίκ Ρομέρ…
Και καταλήγει Κουέντιν Ταραντίνο! Προσπάθησα να μη δημιουργήσω ένταση ή να προβάλω από την αρχή πως κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Θα σου πω το εξής, το πρώτο μοντάζ έγινε από τον Γιώργο Μαυροψαρίδη και είχε δομήσει πολύ διαφορετικά την ταινία. Μετά τα γυρίσματα του «Ιντιάνα Τζόουνς» έπιασα ξανά το μοντάζ του Γιώργου και με τη βοήθεια του Μπλένταρ Σίλι αλλάξαμε τη δομή και τον ρυθμό της. Απόλαυσα πραγματικά αυτή την διαδικασία γιατί μου φάνηκε σαν μία «άσκηση» με κάποιον τρόπο. Είμαι πραγματικά πολύ περήφανος για το μοντάζ της ταινίας, δεν είναι πολύ αργή, ούτε πολύ γρήγορη. Δεν βιάζεται, δεν χειραγωγεί. Παίρνει τον χρόνο της.
Γιατί επέλεξες να συνεργαστείς με τον Άκη Κωνσταντακόπουλο στη Διεύθυνση Φωτογραφίας της ταινίας; Ήταν μία συνειδητή απόφαση για να μην έχεις άλλη μία ευθύνη, για να διατηρήσεις μία ισορροπία ανάμεσα στην κινηματογράφηση και τη σκηνοθεσία;
Δεν προσπαθώ να κάνω κάποια πολιτική δήλωση, ούτε να κριτικάρω την ελληνική κοινωνία
Ναι, γιατί όταν είμαι μόνος μου και αναλαμβάνω τον ρόλο του σκηνοθέτη μου είναι δύσκολο. Είμαι το πιο έμπειρο άτομο στο σετ και προβλέπω όλα τα προβλήματα πριν συμβούν. Μπορώ να είμαι διευθυντής παραγωγής και παράλληλα υπεύθυνος τοποθεσίας. Είχα δουλέψει με τον Άκη στο παρελθόν, στο «From Within», και έτυχε εκείνο το διάστημα να βρίσκεται στην Ελλάδα. Επιπλέον είχαμε μαζί τον Μιχάλη Τσιμπερόπουλο, τον χειριστή steadicam, ο οποίος ήταν καταπληκτικός και δούλεψε μαζί μας εθελοντικά. Τον Γιάννη Ροζέα, Α’ βοηθό σκηνοθέτη. Τον Σβεν Νταγκόνες με την κόρη του που ήταν βοηθός μας. Ήταν μία πολύ φιλική ατμόσφαιρα, κάτι σαν οικογένεια. Όλα δούλεψαν ωραία και το συνεργείο ήταν υπέροχο. Ήρθαν οι ηθοποιοί από την Γεωργία, από την Αλβανία. Νοίκιασα ένα σπίτι, μαγειρεύαμε μακαρόνια το βράδυ και συζητούσαμε. Δεν υπήρχε χρόνος για πρόβες. Να δεις, μιλούσα με έναν Έλληνα σκηνοθέτη που είχε κάνει έξι μήνες πρόβες με τους ηθοποιούς του για μία ταινία, αναφέρομαι στον σκηνοθέτη του «Μαχαιροβγάλτη».
Μιλάς για τον Γιάννη Οικονομίδη.
Ναι, μου είπε πως έκανε πρόβες έξι μήνες και δούλευαν ξανά και ξανά το σενάριο. Αυτό είναι μία τρέλα. Εγώ δεν είχα ούτε μία μέρα. Μαγειρεύαμε το βράδυ πριν και προσπαθούσαμε να βρούμε με ποιον τρόπο να το γυρίσουμε, γιατί μερικοί ηθοποιοί δεν μιλούσαν καλά αγγλικά. Έκανα 2-3 λήψεις στα γεωργιανά, κάποιες στα αγγλικά και αποφάσισα στο μοντάζ. Δεν ήταν τέλειο, αλλά ήταν ωραίο με έναν ξεχωριστό τρόπο.
Μαζί με τον Αλεξάντερ Πέιν στα γυρίσματα του «Nebraska»
Πώς πιστεύεις ότι έχει επηρεαστεί το ύφος σου μετά από όλα αυτά τα χρόνια συνεργασιών με γνωστούς και σημαντικούς σκηνοθέτες;
Όταν ξεκίνησα, οι πρώτες επιτυχίες ήταν οι ρομαντικές κομεντί που έκανα με την Τζούλια Ρόμπερτς, την αγαπημένη της Αμερικής. Πραγματικά… δεν! Ένιωθα σαν να πεθαίνω
Από τον Τζέιμς Μάνγκολντ έμαθα να συγκεντρώνω αρκετό υλικό (coverage) και να μοντάρω την ταινία μέσα στο κεφάλι μου. Στην πρώτη μου ταινία ως σκηνοθέτης, ήμουν πιο νέος, επηρεασμένος από τον Αντονιόνι. Ήθελα μονοπλάνα και κατάλαβα νωρίς πως κάποιες σκηνές λειτουργούν ως μονάδα, αλλά στη δομή της ταινίας μπορεί να δημιουργούν πρόβλημα. Αν δεν λειτουργήσουν, δεν μπορείς να τα κόψεις και θα αναγκαστείς να τα πετάξεις γιατί δεν μπορείς να τα συμπυκνώσεις. Έμαθα, λοιπόν, να είμαι λιγότερο φιλόδοξος στη δημιουργία οπτικών εντυπώσεων και επέλεξα την ελευθερία της προσαρμογής που σου δίνει το μοντάζ.
Από τον Αλεξάντερ Πέιν έμαθα την απλότητα των πραγμάτων, κατάλαβα ποιο είναι το πλάνο που λέει την ιστορία. Το δράμα δημιουργείται από την ερμηνεία, από το περιεχόμενο. Όταν πας σε κοντινό πρέπει να έχεις κάποιο λόγο για να του δώσεις περισσότερη δύναμη. Για παράδειγμα στο «Nebraska» μεγάλο μέρος της ιστορίας λέγεται μέσω της γλώσσας του σώματος του Μπρους Ντερν. Οφείλεις να κρατάς τη σωστή απόσταση, έτσι ώστε όταν πας σε κοντινό του Μπρους Ντερν - κάτι που γίνεται πέντε φορές σε όλη την ταινία - να έχει τεράστια δύναμη. Έμαθα πολλά από αυτούς, είναι και οι δύο σπουδαίοι δημιουργοί. Μοιάζουν στο ότι δεν προδιαγράφουν τα πάντα, δεν είναι όλα storyboards.
Με τον Γκορ Βερμπίνσκι, που σκηνοθέτησε αργότερα τους «Πειρατές της Καραϊβικής», δεν τα πήγαμε τόσο καλά. Έκανα μαζί του το «Mousehunt» και το «The Weather Man» με τον Νίκολας Κέιτζ. Αυτή η διαδικασία δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα για ‘μένα. Μετά το «The Weather Man» έκανα το «Walk the Line» με τον Χοακίν Φίνιξ κι εκεί ξεκίνησα να αντλώ έμπνευση από τις ερμηνείες των ηθοποιών. Δεν αποφασίζω πλέον πώς θα φωτίσω μια σκηνή, μέχρι να δω τις πρόβες και να τους δω πώς κινούνται.
Θα σου φέρω ως παράδειγμα τον Τιμοτέ Σαλαμέ στο «A Complete Unknown». Ποτέ δεν ξέραμε τι θα έκανε στις σκηνές που βρίσκεται στο διαμέρισμα του Μπομπ Ντίλαν. Κάναμε μια πρόβα, καθόταν σε μια καρέκλα και έπαιζε όλη τη σκηνή. Μετά έλεγε «Θα κάτσω στο κρεβάτι, στη γωνία». Με ρωτούσε έπειτα «Είναι εντάξει; Είμαι καλά;» γιατί καθισμένος εκεί ήταν όλα πιο σκοτεινά. Πιστεύω ότι πρέπει να είσαι ευέλικτος και ικανός να αντιδράς άμεσα. Αυτό είναι απαραίτητο στη σύλληψη της δραματικής στιγμής. Να μην είναι όλα υπερβολικά ελεγχόμενα και προετοιμασμένα.
Όταν γυρίζεις μία σκηνή πρέπει να μοιάζει με ζωγραφική. Ακόμα κι όταν χειρίζομαι την κάμερα, δεν ξέρω τι θα κάνω ακριβώς. Γι’ αυτό μου είναι πολύ δύσκολο όταν χρειάζεται να δουλέψω με άλλους χειριστές κάμερας. Θέλω να είμαι εγώ πίσω από την κάμερα, γιατί μερικοί από τους χειριστές δεν νιώθουν ελεύθεροι να πάρουν τέτοιες αποφάσεις. Δεν μπορώ να το περιγράψω διαφορετικά, είναι μερικές φορές αδύνατο να το επικοινωνήσεις.
Φωτογραφία από το «A Complete Unknown»
Οπότε βάζεις στην κουβέντα και το ένστικτο.
Για ‘μένα δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας. Με ρωτούν τι προτιμώ και απαντώ «αγαπώ το γύρισμα»
Ναι, πρέπει να έχεις ένστικτο. Ο καλός χειρισμός της κάμερας δεν είναι μόνο η καλή σύνθεση, είναι και το συναισθηματικό πλαίσιο. Τι σου δίνει ο ηθοποιός. Θα σου αναφέρω ένα ακόμη παράδειγμα. Ήμουν με τον Μαντς Μίκελσεν στον τελευταίο «Ιντιάνα Τζόουνς», σε μία παραγωγή δηλαδή που ακολουθεί αυστηρό πρόγραμμα, κρατούσα την κάμερα και του είπα «Κοίτα έχω ένα slider, θα κάνω μία κίνηση, δώσε μου κάτι εκείνη την ώρα». Ο Μάνγκολντ πετάχτηκε τότε και είπε «Ε, τι λέτε εσείς εκεί;» και ο Μαντς του απάντησε «Απλά δουλεύω». Μετά πήγα πίσω από τον ώμο του, μου έδωσε μία έκφραση κι εγώ αντέδρασα ανάλογα. Αυτά τα πράγματα πρέπει να είσαι σε θέση να τα ανακαλύψεις.
Στο «Όταν Πέφτει το Φως» οι ηθοποιοί δεν ήταν εξίσου εκπαιδευμένοι και οι λήψεις περιορισμένες. Πρέπει απλά να το κάνεις με την ελπίδα να το πιάσεις στην κάμερα. Είναι μία διαφορετική, διασκεδαστική διαδικασία μα δημιουργική. Το ίδιο ισχύει και για το φως, ξέρεις. Γυρίζαμε μια εσωτερική σκηνή, βγήκα έξω να καπνίσω γιατί προετοίμαζαν κάτι στο σετ, είδα ένα σύννεφο και είπα: «ΟΚ, όλοι έξω»! Μετά επιστρέψαμε μέσα για να συνεχίσουμε. Φανταστική ελευθερία!
Που δεν έχεις σε μια μεγάλη χολιγουντιανή παραγωγή.
Μα, δεν γίνεται! Μπορεί να υπάρχουν 200 φορτηγά έξω στο σετ ή να μην έχεις όλους τους ηθοποιούς συγκεντρωμένους και σε ετοιμότητα.
Από το «Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου»
Κι όλα αυτά τα χρόνια, ποια εμπειρία κρατάς ως την πιο ευχάριστη και ποια ως την πιο δυσάρεστη ή πιο αγχωτική της καριέρας σου;
Ελπίζω να συνεχίσουν ακόμα δημιουργοί που θα φτιάχνουν ταινίες όπως τις επιθυμούν, όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον και ο Αλεξάντερ Πέιν
Κοίτα, όταν ξεκίνησα οι πρώτες επιτυχίες ήταν οι ρομαντικές κομεντί που έκανα με την Τζούλια Ρόμπερτς, την αγαπημένη της Αμερικής. Πραγματικά… δεν! Ένιωθα σαν να πεθαίνω. Στην Αμερική πήρα το βάπτισμα του πυρός. Τότε πήρα απόφαση να σταματήσω να αποδέχομαι προτάσεις που δεν με εκφράζουν, παρότι είχαν περισσότερα χρήματα. Άρχισα, λοιπόν, να συνεργάζομαι με ανεξάρτητους δημιουργούς. Να είμαι πιο επιλεκτικός κι ας έπαιρνα λιγότερα χρήματα.
Δεν βρίσκω ικανοποίηση στα τυποποιημένα φιλμ. Ο «Ιντιάνα Τζόουνς» ας πούμε. Είναι ένα ιστορικό franchise, ο Χάρισον Φορντ είναι εκπληκτικός, ο Μαντς επίσης, αλλά δεν απολαμβάνω την καλλιτεχνική δημιουργία μέσα σ’ αυτό. Και το «Ο Κυνηγός: Η Μάχη του Χειμώνα» δεν απόλαυσα ιδιαίτερα να ξέρεις, αν και οι ηθοποιοί ήταν εξαιρετικοί, όπως η Σαρλίζ Θερόν.
Παίρνω ικανοποίηση από τις μικρές γεωργιανές ταινίες και τα μικρότερα πρότζεκτ. Νιώθω ότι αυτά τρέφουν την ψυχή μου περισσότερο και με γυρίζουν πίσω στα νεανικά μου χρόνια. Για ‘μένα δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας. Με ρωτούν τι προτιμώ και απαντώ «αγαπώ το γύρισμα». Όταν σκηνοθετώ λατρεύω την επικοινωνία με τους ηθοποιούς, το post-production, το μοντάζ, τον ήχο, τον ηχητικό σχεδιασμό. Υπάρχουν Διευθυντές Φωτογραφίας που πιστεύουν πως είναι το πιο σημαντικό στοιχείο μιας ταινίας. Όταν περάσεις από την σκηνοθεσία καταλαβαίνεις πως η Φωτογραφία είναι μόνο ένα στοιχείο της ταινίας. Εγώ έχω γίνει καλύτερος Διευθυντής Φωτογραφίας από τότε που σκηνοθετώ, γιατί έχω εξασκηθεί στο μοντάζ.
Στον Μάνγκολντ του αρέσει που είμαι και σκηνοθέτης. Μιλάμε σαν κινηματογραφιστές, είμαστε συνδημιουργοί, συνεργάτες. Του δίνω σημειώσεις για τις ερμηνείες, ιδέες για το πώς να γυρίσουμε τη σκηνή. Είναι σαν να είμαστε αδέρφια που γυρίζουν μια ταινία μαζί. Με τον Αλεξάντερ, επίσης. Είναι πολύ ακριβής, αλλά δεν σχεδιάζουμε τα πάντα. Κάνουμε πρόβα και μετά λέμε «ας ξεκινήσουμε, ίσως το κάνουμε με ένα πλάνο». Αν αυτό που κάναμε βγει ωραίο συνεχίζουμε με ένα κοντινό. Σχεδιάζουμε τρία πλάνα και αν τελικά τα καταφέρουμε με το πρώτο, δεν χρειαζόμαστε τα άλλα δύο. Υπάρχει αυτή η συνεχής συνδιαλλαγή.
Masterclass για την Διεύθυνση Φωτογραφίας στις Νυχτες Πρεμιέρας το 2016
Ποια είναι η γνώμη σου για την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στο σινεμά; Στο παρελθόν μιλούσαμε για το φιλμ και τα ψηφιακά μέσα, τώρα η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Πως ενσωματώνεις τις αλλαγές;
Τις αγκαλιάζω. Παλιά φώτιζα με το μάτι, τώρα με τις ψηφιακές κάμερες φωτίζω βλέποντας το μόνιτορ. Ζωγραφίζω με το φως, απλά πρέπει να το κάνω αλλιώς. Είναι μία προσαρμογή, αλλά δεν σημαίνει πως είναι λιγότερο δημιουργική. Τώρα για την Τεχνητή Νοημοσύνη. Είναι κάτι που μπορεί να προσφέρει στοιχεία αφήγησης, αλλά δεν ξέρω αν το Α.Ι. θα μπορέσει να δημιουργήσει αυτές τις λεπτές αποχρώσεις, αυτές τις ανθρώπινες ποιότητες που ούτε εμείς, ως σεναριογράφοι, δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Με ανησυχεί γιατί θα δημιουργηθούν νέες δουλειές, αλλά πολλές θα χαθούν. Όσον αφορά την αφήγηση και το συναίσθημα... ποιος ξέρει; Ευτυχώς σύντομα θα συνταξιοδοτηθώ!
Η αλήθεια είναι πως ο κόσμος μας είναι πλέον πολύ συγκρουσιακός και απρόβλεπτος. Σήμερα διάβασα για την πρόθεση του Τραμπ να επιβάλλει δασμό 100% στις ταινίες αμερικανικών κεφαλαίων που γυρίζονται εκτός ΗΠΑ.
Ουάου! Αυτό είναι πολύ περίπλοκο, ακουμπά τόσο τα στούντιο όσο και το streaming. Είναι πολύ, πολύ, δύσκολοι καιροί. Ελπίζω να συνεχίσουν ακόμα δημιουργοί που θα φτιάχνουν ταινίες όπως τις επιθυμούν, όπως ο Πολ Τόμας Άντερσον και ο Αλεξάντερ Πέιν. Επίσης και σκηνοθέτες όπως ο Μάνγκολντ, που λέει ανθρώπινες ιστορίες μέσα στο σύστημα των στούντιο. Κάποιοι σκηνοθέτες μπορεί να πάρουν τον δρόμο του streaming, αλλά πιστεύω πως πάντα θα προκύπτουν ανεξάρτητοι κινηματογραφιστές, έτοιμοι να πάρουν μια κάμερα 16mm στο χέρι. Έτσι θα υπάρξει ένα νέο κύμα ανεξάρτητου κινηματογράφου που θα γεννηθεί ως αντίδραση σε όλη αυτήν την αυτοματοποίηση. Ας μην μένουμε μόνο στα αρνητικά. Ας κρατάμε την ελπίδα.
Και μία τελευταία ερώτηση. Το «Όταν το Φως Πέφτει» τοποθετείται καλοκαίρι, ποια είναι η αγαπημένη σου θερινή ταινία;
Χμ, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ! Μου αρέσει σίγουρα η «Περιφρόνηση». Κάπρι, Μπριζίτ Μπαρντό, Γκοντάρ, θάλασσα. Είναι αριστούργημα.