Πολλές καρδιές ράγισαν στο άκουσμα της μαύρης είδησης για έναν κεφαλαιώδη του αμερικανικού σινεμά. Και η δική μας.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που (με το –καλοπροαίρετο- δίκιο τους) θα απορούν για την ένταση των αντιδράσεων στο άκουσμα του θανάτου μιας ακόμα «διασημότητας». Δεν είναι άραγε και αυτός «ένας από εμάς»; Δεν υπάγεται στην ίδια βιολογική νομοτέλεια; Εν μέσω τόσων ζοφερών διεθνών μαντάτων δεν είναι υπερβολή να συμπαραθέτουμε κι ένα τέτοιο; Δεν είναι στο κάτω-κάτω κάποιος που έζησε καλά, ειρηνικά και δημιουργικά τα πλήρη χρόνια του;
Δεν υπάρχει η παραμικρή πρόθεση διαφωνίας. Ούτε αντιπαράθεσης ατομικού στο συλλογικό. Είναι μόνο το άτιμο το σινεμά, η Τέχνη γενικότερα, η άτιμη η χρόνια συμβίωσή μας, όσων ζούμε με τα έργα και τις ημέρες ανθρώπων που δημιουργούν κι αφήνουν έργο που έτσι τα έφερε η ζωή και το χρειαστήκαμε. Δεν θέλουμε να θυμώσουμε κανέναν.
So, we simply don’t chose to forget.
Δεν ξέρω αν είναι οδύνη το συναίσθημα. Ή μια τρομακτική υπόμνηση θνητότητας που ανασταίνεται με αγριότητα στο άκουσμα της είδησης. Ή, ακόμα-ακόμα, μια επιτακτική αίσθηση απώλειας που συνοδεύει τον θάνατο ενός ανθρώπου που σήμαινε συνειρμικά μια εκτενή εποχή. «Ταινίες είναι μόνο», θα πει (με καλοήθεια) ξανά κάποιος. Μα οι ταινίες, αν τους το επιτρέψεις, δεν είναι ποτέ μόνες τους. Δεν είναι ποτέ ένα πράγμα. Είναι ο χρόνος τους στη ζωή σου, στην ζωή των ανθρώπων σου. Είναι ένα πλήθος κόσμων. Είναι (ιδίως σε τέτοιες στιγμές) μια τυραννία συναισθημάτων. Μια σειρά από βαθιά ίχνη που το καθένα τους καθρεφτίζει πώς ήσουν. Όχι μόνο εσύ. Και όλοι όσοι αντελήφθης, όσοι κατάλαβες κι όσοι συναισθάνθηκες γύρω σου. Όχι μόνο κοντά σου, αλλά παντού. Και με τον τρόπο του σινεμά, διπλανά σου. The way we were. Όπως και στην ταινία του 1973 το «πώς ήμασταν» δεν είναι μόνο η ιστορία μιας σχέσης. Είναι η ιστορία μιας εποχής. Που δεν υπήρξε πραγματολογικά ακριβώς έτσι, αλλά υπήρξε πραγματικά με κάποιον τρόπο που συναισθητικά μάς ενώνει και η ανάμνησή της μάς φέρνει όλους σε έναν ανθρώπινο συντονισμό. Κοντά. Κι αφού κοντά, δεν θα μαλώσουμε, δεν θα αφεθούμε να μαλώσουμε, στ’ αλήθεια, ποτέ. Κάπως έτσι ενώνουν τα έργα και οι αναμνήσεις τους.
Ο Ρέντφορντ το έκανε φαίνεται αυτό για πολλούς από εμάς. Για μια σειρά από ταινίες που τελικά δεν ήταν ποτέ μόνο ταινίες. Ήταν οι ιστορίες μας, εκείνες που συνθέτουν τη ζωή μας. Κι επειδή αγαπάμε τη ζωή μας, και γαντζωνόμαστε ακόμα πιο σθεναρά πάνω της στην υπενθύμιση της σκληρά σβέλτης κλεψύδρας της, είναι που σημειώνουμε, άλλοι αδρά, άλλοι κλεφτά, μια θλίψη μας.
Δεν μένει όμως τελικά μόνο ο, αυτή τη στιγμή στυφός, αποχαιρετισμός. Ούτε καν η αξιότιμη ευχαριστία, για τους θρυλικούς ρόλους, τις (ανεξαιρέτως) στιβαρές σκηνοθεσίες, που δεν αναγνωρίστηκαν σύσσωμες στον καιρό τους, τις πολιτικές και ηθικές σκέψεις και στάσεις που προτάθηκαν στο έργο του – και καθρεφτίστηκαν σε πράξεις του προς την κοινωνία. Κι ας είναι φαινομενικά περίλυπη η ατμόσφαιρα. Μένει η (έστω πεπερασμένη) αισιοδοξία πώς είμαστε ακόμα εδώ. Όχι μόνο για να απολαύσουμε εκ νέου το έργο του, αλλά για να συνεχίσουμε ζωηρά, οπωσδήποτε με μια ευγνωμοσύνη, τις πορείες μας, τις δικές μας ιστορίες. Γιατί το ευτυχές της Τέχνης είναι η αιωνιότητά της στα φθαρτά μέτρα μας. Αρκεί που είμαστε εδώ και εξακολουθητικά επιμένουμε, συμπράττουμε, σχεδιάζουμε και απολαμβάνουμε. Συντροφικά και ζωογόνα. Το κάνουν τα έργα αυτό.