Πλήρης ημερών μεν, πλήρες και το... κενό όμως που χάσκει καθώς δημιουργοί σαν τον Μπέντον είναι το είδος ακριβώς του επαγγελματία που δεν «επιτρέπεται» να υπάρχει σήμερα.
«Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια», έγραφε και τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τo 1978. Φεύγουν και οι καλύτερες εποχές της βιομηχανίας, δυστυχώς, και δεν το λέμε με τη νοσταλγία του Λουκιανού, περισσότερο με ένα γαμώτο για την ανοησία που διέπει τους κύκλους της, για το γαμώτο που το σινεμά στην Γη του Ιερού Ξύλου αλώθηκε τόσο από τα ΔΣ και τους μετόχους.
Κατά σύμπτωση το 1978, που δεν είναι και τόοοοσο μακριά, ήταν η χρονιά που στις ΗΠΑ ο Ρόμπερτ Μπέντον έστηνε το «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» του, την ταινία που κυριεύει σήμερα τον ειδικό Τύπο, αλλά και τις προηγούμενες γενιές της αίθουσας που γέμιζαν τότε ποταμιαία τα καθίσματα του 1979. (Στην Ελλάδα, ιστορικά, η ουρά του 'Αττικόν' έφτανε στην Πλατεία Κλαυθμώνος - και οι....κλαυθμοί από το έργο πρέπει να αντηχούσαν ακόμα παραπέρα.) Στις ΗΠΑ αυτή θα ήταν η ταινία που έπαιρνε το στέμμα του ετήσιου box office. Απίστευτο;
Ο Μπέντον ανήκε στην κατηγορία των αθόρυβων δουλευτών που πάντοτε, ανεξαιρέτως, παρέδιδαν ταινία. Μπορεί να μην έβαζε φωτιά στο σελιλόιντ, μπορεί και κάποτε να εκτιμήθηκε υπέρμετρα για τα οιαδήποτε σινεφίλ μέτρα (το ότι το «Κράμερ» κερδίζει την Καλύτερη Ταινία από το «Αποκάλυψη Τώρα» - αλλά και το «All That Jazz» KAI το «Breaking Away»! - και ο Μπέντον παίρνει την Σκηνοθεσία από τον Κόπολα, τον Φόσι και τον Γέιτς, κερδίζει και το Σενάριο από τους Κόπολα/Μίλιους είναι κάτι που μόνο τιφόζι της Ακαδημίας μπορούν να καταπιούν και να πουν και μπράβο), αλλά ο άνθρωπος την δουλειά του, την έκανε σωστά, με πληρότητα και τιμή.
Ήταν γραφτό του. Από αλλού ξεκίνησε, δούλευε στο καλλιτεχνικό του Esquire, αλλά τον απέλυσαν και αυτός πήρε τον Ντέιβιντ Νιούμαν από εκεί και γράψανε ένα ταινιάκι υπό τον τίτλο «Μπόνι και Κλάιντ». Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, βολόδερνε το σενάριο για χρόνια, μέχρι που το είδε ο Γουόρεν Μπίτι, έψησε τον Άρθουρ Πεν και τα λοιπά έγιναν η ιστορία του πώς άλλαξε το Χόλιγουντ σε μια χρονιά, πώς θεμελιώθηκε το '70 και η αμερικανική αναγέννησή του.
Για μερικά χρόνια θα έγραφε σενάρια, μαζί με τον Νιούμαν, μέχρι το 1972 όταν το «Bad Company», με έναν νεαρό ονόματι Τζεφ Μπρίτζες, αποτέλεσε και την είσοδό του στην Σκηνοθεσία. Ωραία, λίγο ιδωμένη, ταινία παραμένει. Την ίδια χρονιά, η ίδια ομάδα, συν τον Μπακ Χένρι, έγραψε για τον Μπογκντάνοβιτς το τρομακτικά απολαυστικό «What's Up Doc», που δοξάστηκε και από την Ένωση Σεναριογράφων στα βραβεία της σεζόν. Στο τέλος του '70 θα ήταν και ένας από τους γραφιάδες του «Σούπερμαν». Όταν ξέρεις να γράφεις σενάριο, όλοι σε χρειάζονται.
Ο Μπέντον δεν έκανε πολλές ταινίες. 11 όλες κι όλες σε 35 ενεργά σκηνοθετικά χρόνια. Ομολογώ ότι ούτε μια από τις 11 μού περνά αδιάφορη, όλες με τιμούν σαν θεατή. Ακόμα και η exploitative «Nadine» με την Κιμ στα μεγάλα της και τον Τζεφ Μπρίτζες ωριμότερο πια, ακόμα και το «Μια Θέση στην Καρδιά» που έβγαλε 7 υποψηφιότητες, του έδωσε κι άλλο Όσκαρ Σεναρίου και έδωσε και στην Σάλι Φιλντ δεύτερο διαδοχικό Όσκαρ (και οσκαρικό cringe κλάσεως στην απονομή), που παρότι προφανώς πολύ καλή μπορεί και να έπρεπε να το πάρει πέμπτη σε εκείνη την πεντάδα. Ακόμα και η «Ύποπτη», με Στριπ και Σάιντερ, που είναι αξιολάτρευτα dated πια, ακόμα και ο νωχελικός «Billy Bathgate» με Χόφμαν και νεαρή Κίντμαν στο πλάι του.
Ίσως ακούγομαι πιο ελαστικός γιατί η επίγευση των '90ς ήταν με ωραία έργα. Βρήκε έναν άλλον Νιούμαν, τον βασικό, τον αναντικατάστατο, και του έδωσε δυο ρόλους σε ταινίες που τότε περνούσαν ντούκου (είχε τα δικά της η κριτική τότε) και σήμερα τα βλέπεις και αγαλλιάζεις. Και το «Nobody's Fool» είναι μια πολύ ωραία ταινία και το πολύτιμο «Twilight» (με Τζιν Χάκμαν και Σούζαν Σαράντον δίπλα στον Πολ) το βάζεις ξανά ευθύς αμέσως μόλις ολοκληρώσεις τις δουλειές. Μπορείς ακόμα και να αναβάλλεις τις δουλειές και να το ξαναδείς. Ευτυχία.
Έκανε επίσης το «Ανθρώπινο Στίγμα», με Άντονι Χόπκινς και επίσης Νικόλ Κίντμαν, απέσπασε ερμηνείες γερές κι από τους δυο, δεν έγραψε όμως το σενάριο και εδώ που τα λέμε ίσως το βιβλίο ήταν λίγο μεγαλύτερο από το άνοιγμά του, έκανε και ένα ανεκτότατο, αλλά μικρότερό του, το «Feast of Love» (2007), στην λογική του μεγάλου Μπρουκς (Τζέιμς Λ.) που δεν αναπαράγεται εύκολα. (Αλλά είναι καλύτερο από το «How Do You Know» - 2010 του ίδιου του Μπρουκς). Ατυχώς αυτή θα ήταν και η τελευταία ταινία του.
Ήταν ωραίος ο Ρόμπερτ Μπέντον. Είχε ποιότητα στην γραφή, είχε συμπόνια, ήξερε να διεισδύει στις μικρές ιστορίες και να βρίσκει αυτό που τις κάνει μεγάλες και πανανθρώπινες. Είχε αυτό που λέγαμε κάποτε λειτουργική κάμερα, σωστές, αθόρυβες τοποθετήσεις, «σιδερένιο» πάντα ντεκουπάζ, αυτό που και την αρχή είπαμε, σχηματίζει ταινία. Αφηγηματική, στρωτή, ευφυή, κουρδισμένη και με εφόδιο πάντα μια διεύθυνση των ηθοποιών - που κάποτε απασχολούσε τους σκηνοθέτες. Έλειπε όλα αυτά τα χρόνια, τουλάχιστον σε όσους νοσταλγούμε (τελικά είχε δίκιο ο Λουκιανός) το Χόλιγουντ μιας άλλης εποχής, λείπει και τώρα. Απλά τώρα το πήραμε απόφαση. Βάζω «Twilight». Ταιριάζει.