Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα η εμβληματική ταινία μιας (τουλάχιστον) γενιάς ανθρώπων, που μεγάλωσαν με την περιπέτεια των τεσσάρων παιδιών στα δάση του Όρεγκον.
Το «γενεαλογικό» αριστούργημα του Ρομπ Ράινερ, βασισμένο σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, έκανε πρεμιέρα σαν σήμερα, 22 Αυγούστου 1986. Η ιστορία πασίγνωστη: Τέσσερεις προέφηβοι, 12ετείς «πλοίαρχοι», μπλέκουν σε μια περιπέτεια (που καλύτερα να μην αποκαλυφθεί σε όσους νεότερους δεν το έχουν δει ή διαβάσει) στο δασώδες Όρεγκον του 1959 που θα τους ενηλικιώσει και θα τους δέσει για πάντα.
Στην ιστορία του Κινγκ, στο διάβασμα του Ράινερ, στην ιστορική παρουσία των τεσσάρων πρωταγωνιστών - και ιδίως του τραγικής ωραιότητας Ρίβερ Φίνιξ - στο αξέχαστο score του Τζακ Νίτσε, αιτιολογεί κανείς τελικά γιατί ο Στίβεν Κίνγκ μόλις είδε την ταινία έπεσε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Ράινερ. Αιτιολογεί επίσης γιατί πλέον για εμάς τους διαφορετικά νεότερους το τραγούδι του Μπεν Κινγκ τρέχει τη μνήμη μας πάντα πίσω στο κινηματογραφημένο Όρεγκον. Τα πιο ωραία ταξίδια μας στις ανοιχτές πόρτες του κινηματογράφου.
Η ταινία υπήρξε, αναλογικά, μεγάλη εμπορική επιτυχία, υπερεξαπλασίασε τον ελάχιστο προϋπολογισμό της των 8 εκατομμυρίων, γιγαντώθηκε όμως στον τότε ανθίζοντα χώρο του βίντεο αποκτώντας διαστάσεις που δεν είναι πλέον συναισθηματικά αναγνωρίσιμες στις γενιές του streaming και της πειρατείας. Με έργα σαν το «Στάσου Πλάι μου» γίνεται ακόμα εντονότερο το χάσμα των τρόπων κινηματογραφικής κατανάλωσης, ιδίως σε ότι αφορά την χαμένη συλλογικότητα μιας αίσθησης, το μοίρασμα ταινιών ως αφορμή ανθρώπινων σχέσεων.
Οι λάτρεις αναζητήστε το μικρό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Walking the Tracks: The Summer of Stand By Me», όπου ο Στίβεν Κινγκ θυμάται ιστορίες της παιδικής του ηλικίας και πώς αυτές επηρέασαν την ανάπτυξη του έργου, ενώ ο Ρομπ Ράινερ αναπολεί τους τέσσερεις νεαρούς τότε ηθοποιούς του, Κόρεϊ Φέλντμαν, Γουίλ Γουίτον, Τζέρι Ο' Κόνελ και Ρίβερ Φίνιξ - αυτός έμεινε για πάντα νέος.
Γνήσια συγκίνηση.