«The History of Sound»: Ψηλώνει ο πήχης της ήδη πολυαναμενόμενης ταινίας του Όλιβερ Χερμάνους
Έκτακτο cover story του Vanity Fair στο queer ρομάντζο με τους Πολ Μέσκαλ και Τζος Ο' Κόνορ, που αποσκοπεί σε πολλά παραπάνω από ένα queer ρομάντζο και έρχεται στις προσεχείς Κάννες.
Είναι ίσως κάτι που κάποιο σινεφίλ μάτι, αν δεν είναι κάπως περιοριστικός ο χαρακτηρισμός «σινεφίλ μάτι», περιμένει αρκετό καιρό τώρα. Θα μπορούσες και να το βάλεις κάτω από μια (ύποπτη, όπως πάντα) ταμπέλα: Η ωρίμανση του queer σινεμά. Ή να το πούμε αλλιώς, και δίχως ούτε στιγμή να επιθυμεί κανείς τον περιορισμό όποιας «ορατότητας», η μετεξέλιξή του σε κάτι μακράν παραπάνω από ένα σινεμά προβληματικής, ένα σινεμά αυτοπεριοριζόμενο που «διαλέγει κοινό» και πρέπει να τικάρει κουτάκια για να βρει έναν συγκεκριμένο κόσμο - και να πάρει μια προβλεπόμενη πια κριτική υπογραμμιση του γιατί πρέπει να το δει κανείς. Όχι γιατί είναι τόσο καλή ταινία αλλά γιατί είναι καλό να την έχεις δει. Σινεμά σαν βιταμίνη. Μπα.
Διαβάζοντας το cover story του Vanity Fair στο «The History of Sound» του Όλιβερ Χερμάνους, που θα βρεθεί στις προσεχείς Κάννες, παίρνεις την πληροφορία και την πρόθεση που, ίσως, περίμενες καιρό. Και μάλιστα ακριβώς με τα λόγια που θα ήθελες να ακούσεις. «Είμαι ένας γκέι άνδρας. Θα ήθελα πολύ να πάω σινεμά και να δω μια ομόφυλη σχέση που με κάνει να κλαίω μεν αλλά και με γεμίζει συναισθηματικά. Τόσο πολύ από το queer σινεμά - κι έχω κάνει τέτοιο - είναι περί των βασάνων. Για εμένα τούτο ήταν πάντα περί του να κάνω μια ταινία προσβάσιμη σε όλους. Δεν θα κάνουμε μια ταινία για την προβληματικότητα μιας σχέσης ή την σεξουαλικότητα», λέει ο Νοτιοαφρικανός δημιουργός του «Living» και του «Moffie». Αν αυτό, στα χαρτιά έστω, δεν σημαίνει αναβάθμιση μιας προσέγγισης, τότε τι είναι.
Ένα άλλο στοιχείο που ζεσταίνει το έργο μέσα μας είναι το πόσο καιρό προετοιμάζεται. Ο' Κόνορ και Μέσκαλ είναι κλεισμένοι στο σχέδιο προτού γίνουν «κάτι σαν σταρ» - διασημότεροι, ας το πούμε καλύτερα. Ο ένας είχε κάνει το «Crown», o άλλος το «Normal People» . Τα χρήματα ήταν δυσεύρετα. Η πανδημία στις φούριες της. Εν συνεχεία οι απεργίες. Η ταινία κυοφορείται πράγματι για χρόνια, βασισμένη στο διήγημα του Μπεν Σάτακ, υπό τον ίδιο τίτλο. Κι όπως κι εκείνο, έτσι και η ταινία, θέλει να μελετήσει τον σεισμικό απόηχο μιας ρομαντικής σχέσης ανάμεσα στον Λάιονελ και τον Ντέιβιντ, δύο μαθητές του Ωδείου της Νέας Αγγλίας κατά την διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Συναντιούνται σε ένα πιάνο μπαρ, όπου ο Ντέιβιντ (Ο' Κόνορ) τραγουδά ένα φολκ τραγούδι που στέλνει τον Λάιονελ (Μέσκαλ) απευθείας στη νιότη του - και στο χάσιμο μιας ισορροπίας. Η ταινία, διαβάζουμε, θα στηθεί εντελώς γύρω από την επίδραση της μουσικής στους δύο άνδρες.
«Ο Ντέιβιντ είναι ηχηρός, έχει ιδέες, είναι πλούσιος. Ο Λάιονελ συνεπαίρνεται από το άτομο αυτό, αλλά με έναν πολύ βαθμιαίο τρόπο, συν τω χρόνω. Αυτό με απηχεί τελείως, νομίζω», λέει ο Χερμάνους. «Όλοι έχουμε ανθρώπους που μας ορίζουν, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε παρά όταν είναι πια πολύ αργά.»
Όλα δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία άλλης φιλοσοφίας κατασκευής, κόντρα στις συνήθεις απεικονίσεις, με έμφαση σε μια απτή σύνδεση παρά μια αποκλειστικά σωματική απεικόνιση εποχής, βασισμένη στον κίνδυνο και την μυστικότητα. «Υπάρχει μια πραγματική αίσθηση συντροφιάς και όλη την αίσθηση χαράς και απώλειας όταν την έχεις ή δεν την έχεις. Δεν είναι μόνο περί του σεξ και της φυσικής ερωτικής έντασης, είναι βαθύτερο από αυτό», λέει ο Μέσκαλ.
Για την ακρίβεια δεν έχει και τόσο σεξ η ταινία. «Δεν ήθελα αυτό να ορίσει την ταινία», λέει ο Χερμάνους. «Η ιστορία είναι γραμμένη με έναν τρόπο που δεν περιέχει δισταγμό ή έστω μια στιγμή φόβου. Για εμένα η σεξουαλική σκηνή είναι όταν ο Λάιονελ [σ.σ. του οποίου την οπτική, καταλαβαίνουμε, η ταινία ασπάζεται] περιδιαβαίνει το διαμέρισμα του Ντέιβιντ μετά την βραδιά του έρωτα και οσμίζεται τα πάντα και κάθεται παντού. Απορροφά την ενέργεια του συντρόφου του.»
Η ταινία, όπως είπαμε, θα προβληθεί στις επικείμενες Κάννες, εν συνεχεία θα βγει από το Mubi στις αίθουσες, οι δυο πρωταγωνιστές φαίνεται να είχαν μια εξαιρετική σχέση, όντας πια οι δυο τους στενοί φίλοι. Ο Μέσκαλ δηλώνει ότι ο Ο' Κόνορ του βγάζει κάτι εντελώς αγορίστικο, σε βαθμό που δεν έχει ξανανοιώσει πολλά χρόνια τώρα. Χημεία προδιαγράφεται.
Τέλος, βασικό, ο ρόλος της μουσικής. Ο Όλιβερ Κόουτς (ήταν και στο «Aftersun») έχει ενεργό ρόλο στην πλευρά αυτή του έργου, μαζί με τον Σαμ Άμιντον για ένα «αξέχαστο ηχοτοπίο», διαβάζουμε. Το καλό που τους θέλουμε. Στην ιστορία η μουσική είναι νευραλγική, στην διαμόρφωση σχέσης και χαρακτήρων επίσης, ιδίως του Λάιονελ που είναι ένας άνθρωπος που παρατηρεί, που καταγράφει - και του οποίου την αναμόχλευση μιας εποχής θα παρακολουθήσουμε. (Ο Κρις Κούπερ θα είναι στο voice over, ως πρεσβύτερος Λάιονελ - άλλη εγγύηση αυτός.)
Ελπίδες εναποτίθενται στο έργο.
Το άρθρο του Vanity Fair βρίσκεται εδώ.