«Βιαστείτε, γιατί σε πέντε λεπτά θα είμαστε όλοι νεκροί!»: Ο Βενσάν Κασέλ μιλάει αποκλειστικά στο cinemagazine - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr
13:18
2/5

«Βιαστείτε, γιατί σε πέντε λεπτά θα είμαστε όλοι νεκροί!»: Ο Βενσάν Κασέλ μιλάει αποκλειστικά στο cinemagazine

Πρωταγωνιστεί στον «Κύριο των Νεκρών», καινούργια ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Χρειάστηκε να αναμετρηθεί με ένα ιδιαίτερα απαιτητικό σενάριο. Τον καιρό που γυρνούσε την ταινία, όποτε κοιτούσε στον καθρέφτη έβλεπε όλο και πιο συχνά όχι τον εαυτό του, αλλά τον σκηνοθέτη. Σε μια απολαυστική συνέντευξη, που μας έδωσε πέρσι στις Κάννες, ο δημοφιλής Γάλλος ηθοποιός εξομολογείται τις δυσκολίες και τις ανταμοιβές που του χάρισε ο πιο απαιτητικός ρόλος που χρειάστηκε μέχρι σήμερα να υποδυθεί.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Όταν ο Βενσάν Κασέλ εμφανίζεται στο ραντεβού μας για τη συνέντευξη, ένα ηλιόλουστο πρωινό τον περασμένο Μάιο στις Κάννες, μοιάζει σαν να φύσηξε ξαφνικά τυφώνας. Ο ηθοποιός είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητος. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο σωματώδες παράστημα και το εκτόπισμά του, αλλά στο πόσο διαχυτικός και εξωστρεφής είναι, πόση αρρενωπή ενέργεια  μεταδίδει ακόμη κι όταν σου σφίγγει δυνατά το χέρι για να σε χαιρετήσει φιλικά. 

Κι όταν κάθεται απέναντί σου, περιμένοντας να του απευθύνεις τις ερωτήσεις σου, μοιάζει με πυγμάχο που αναπαύεται προσωρινά σε κάποια γωνιά του ρινγκ. Δεν εννοώ ότι υπάρχει κάτι επιθετικό στον Κασέλ, είναι πολύ ευγενικός και καλοδιάθετος για κάτι τέτοιο. Όμως τον νιώθεις με τις κεραίες του απολύτως τεντωμένες, το βλέμμα του καρφωμένα αποκλειστικά επάνω σου και την προσοχή του απολύτως συγκεντρωμένη. Νιώθεις επίσης ότι για εκείνον ο χρόνος μετράει, οπότε φροντίζεις να μην του τον ξοδέψεις άσκοπα. Σε αντάλλαγμα, εκείνος θα σου αφιερώσει μια πολύ ζωηρή και πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη η οποία θα έπρεπε κανονικά να συνοδεύεται από το ανάλογο ηχητικό ντοκουμέντο σε όποιον τη διαβάζει. Επειδή ο Βενσάν Κασέλ, ως δύναμη της φύσης που είναι, ακόμη κι όταν γελάει ή μιλά σε άπταιστα αγγλικά και σε κοφτές εκφράσεις, το κάνει με τρόπο απολαυστικά ηχηρό. 

Σαν πατέρας με γιό, o Βενσάν Κασέλ και ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στις περσινές Κάννες

Λαμβάνοντας υπόψη πόσο κοντά βρίσκεται η ταινία σε προσωπικά βιώματα του Κρόνενμπεργκ, χρειάστηκε να διευκρινίσετε μαζί του κάποια πράγματα πριν από το γύρισμά της;

Το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι «η ταινία βασίζεται σε μένα, αλλά δεν είμαι εγώ, όμως μπορείς να με χρησιμοποιήσεις ως παράδειγμα». Οπότε υπήρχε για μένα εξαρχής αυτή η παιγνιώδης υποψία ότι μάλλον θα να τον υποδύομαι. Παρ' όλα αυτά, για τα πραγματικά προσωπικά πράγματα δεν λέγαμε πολλά. Ήξερα για ποιο λόγο ήθελε να κάνει αυτή την ταινία, αλλά ταυτόχρονα ξέρω ότι αυτή δεν είναι η δική του ιστορία. Είναι ένα μείγμα από πολλά διαφορετικά πράγματα, κάποια από τα οποία συνέβησαν σε μια άλλη στιγμή της ζωής του. Και μετά, παραδόξως, δεν μιλήσαμε πολύ για την ταινία. Ο Ντέιβιντ είναι το είδος του σκηνοθέτη που θέλει να τον αιφνιδιάζεις, δεν του αρέσει να κάνει πρόβες. 

Στη συνέχεια, κυριολεκτικά για τις πρώτες δύο ή τρεις εβδομάδες, δεν μου έλεγε τίποτα άλλο εκτός από «Γεια, πώς είσαι;» και πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση με την ταινία. Κι όταν ερχόταν να πει κάτι που να έχει σχέση με τη σκηνοθεσία, συνήθως ήταν πολύ λακωνικό και στοχευμένο, όπως: «Ίσως αυτό να δουλεύει καλύτερα έτσι» ή «Κάν' το πιο σύντομο». Δεν μπήκαμε σε καμία βαθιά συζήτηση για μεταφυσικά πράγματα, όχι. Το μόνο δικό του πράγμα που προσπαθούσα να μιμηθώ, πάντως, ήταν η γλυκύτητα της φωνής του. Ξέρετε, επειδή ο Ντέιβιντ είναι πάντα μειλίχιος κι εγώ περισσότερο επιθετικός, εκφραστικός σαν άτομο, έπρεπε να ηρεμήσω για να ταιριάξω με τον χαρακτήρα.

Κατά τα λοιπά, ο Ντέιβιντ δεν εξήγησε τίποτα. Ποτέ δεν εξηγεί, ούτε καν τις ταινίες του. Το πρώτο πράγμα που εγώ του είπα, ωστόσο, ήταν «Ντέιβιντ, γιατί διάλεξες εμένα; Δεν έχω ιδέα πώς θα το ερμηνεύσω αυτό» και κυριολεκτικά μου απάντησε «Ακριβώς γι' αυτό θέλω να το κάνεις: επειδή δεν έχεις ιδέα πώς να το κάνεις». Και αυτό ήταν στην ουσία η αρχή. Από εκεί και πέρα υπήρξε μεγάλη ελευθερία και εμπιστοσύνη. Αυτό που έμαθα για τον Ντέιβιντ έπειτα από τρεις ταινίες μαζί του είναι το πόσο κομψός, διακριτικός και λεπτός είναι ο τρόπος που δουλεύει. Κάνει τη διαδικασία τού να εργάζεσαι στο πλευρό του του πολύ εύκολη και ευχάριστη. Επίσης, με τον καιρό έμαθα ότι αν δεν μου μιλάει στη διάρκεια των γυρισμάτων, είναι επειδή όλα πάνε καλά. 

Είναι αδύνατο να μην σκεφτήκατε, παρ' όλα αυτά, ότι στην ταινία τού μοιάζετε πολύ.

Κάποια στιγμή τηλεφώνησα στον Κρόνενμπεργκ και του είπα «Ντέιβιντ, είναι πολύ περίεργο: κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βλέπω εσένα»

Στην αρχή, όχι. Εννοώ ,ειλικρινά, δεν μπορούσα να διακρίνω κάποια ομοιότητα. Ξέρετε, όταν ένας σκηνοθέτης σε επιλέξει, στον τρόπο που σε κοιτάζει, στον τρόπο που σε κινηματογραφεί, υπάρχει κάτι πραγματικά πέρα από τις λέξεις. Είναι ένα συναίσθημα, αν θέλετε, κάτι σχεδόν μαγικό που εσύ ο ίδιος μπορεί να μην διακρίνεις, εκείνος όμως το ξέρει. Και κάπως έτσι, με έναν τρόπο που δεν μπορώ πραγματικά να εξηγήσω, τη δεύτερη κιόλας μέρα των γυρισμάτων, όταν μπήκα στο καμαρίνι μου και είδα το είδωλο μου περνώντας από τον καθρέφτη, ήταν σαν να είδα τον Ντέιβιντ. Τρίτη μέρα των γυρισμάτων, με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ ενώ το συνεργείο ετοιμαζόταν για τη λήψη, ξάφνου μπαίνει η δασκάλα φωνητικής μου και μου λέει «Βενσάν, θα σου φανεί παράξενο όμως για μια στιγμή νόμισα ότι ήσουν ο Ντέιβιντ και μετά συνειδητοποίησα ότι εκείνος στεκόταν δίπλα μου».

Η Νταϊάν Κρούγκερ εμφανιζόταν κι έλεγε «Βενσάν, σας βλέπω και τους δύο στα γυρίσματα, μοιάζετε σαν πατέρας με γιο», αλλά το αστείο είναι ότι δεν έκανα τίποτα συνειδητά για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο και ούτε ο Ντέιβιντ μου ζήτησε να κάνω κάτι σχετικό. Έτσι, κάποια στιγμή, του τηλεφώνησα και του είπα «Ντέιβιντ, είναι πολύ περίεργο: κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και βλέπω εσένα». Κι εκείνος μου απάντησε «Βενσάν, κοιτάζω κάθε μέρα τις σκηνές σου και βλέπω τον εαυτό μου!» (Γελάει).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταινία είναι γεμάτη εκτενείς και σύνθετους διαλόγους, που φαντάζομαι ότι δεν θα πρέπει να ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση να αποστηθίσετε και να ερμηνεύσετε, να ρωτήσω αν ο Κρόνενμπεργκ ήταν αυστηρός ως προς το πόσο πιστός έπρεπε να μείνετε σε όσα γράφονταν στο σενάριο; 

Αυτό ήταν στην πραγματικότητα η κύρια ανησυχία μου με το συγκεκριμένο σενάριο, επειδή ποτέ δεν είχε τύχει να μιλήσω τόσο πολύ αγγλικά σε μια ταινία. Σε οποιαδήποτε γλώσσα, εδώ που τα λέμε, δεν είχε ποτέ συμβεί να έχω τόσα λόγια που να πρέπει να πω για τις ανάγκες ενός ρόλου. Είναι πολλά, πολλά λόγια και κάθε φορά που μου διέφευγε κάτι στο γύρισμα, ο Ντέιβιντ μου έλεγε πολύ απαλά να προσπαθήσουμε ξανά. Για να καταλήξω να μην έχω πρόβλημα με τα τόσα λόγια χρειάστηκε να προσπαθήσω και να δουλέψω λίγο παραπάνω. 

Κρίνοντας πάντως από εμπειρίες και άλλων ηθοποιών που έχουν εργαστεί μαζί του, ο Κρόνενμπεργκ θα πρέπει να είναι πολύ μετρημένος σκηνοθέτης, δεν απαιτεί πρόβες, δεν δίνει πολλές εξηγήσεις για τα κίνητρα των ηρώων και μάλλον αποφεύγει τις πολλές αναλύσεις. Σας δυσκολεύει αυτό;

Όχι, είμαι ηθοποιός που αγαπά τα απρόοπτα και τα ευτυχή «ατυχήματα» σε κάθε γύρισμα. Γιατί πιστεύω ότι καταλαβαίνεις τα πράγματα όταν τα έχεις βιώσει, αλλιώς αποτελούν απλώς μια ιδέα. Πρέπει να εμπλακείς σωματικά και συναισθηματικά με κάτι για να το καταλάβεις καλύτερα. Η πραγματικότητα είναι σαν τη σκηνή: καταλαβαίνεις τη σκηνή άπαξ και τη γυρίσεις, μόλις την ζήσεις. Διαφορετικά δεν είσαι ηθοποιός. Ένας ηθοποιός ενεργεί για να κάνει τα πράγματα συγκεκριμένα, αλλιώς μια κατάσταση δεν ενσαρκώνεται, απλά γίνεται αντικείμενο μίμησης. Πρέπει να περάσεις μέσα από το βίωμα για να καταλάβεις.

Μοιράζεστε το πάθος του χαρακτήρα που υποδύεστε, καθώς και του ίδιου του Κρόνενμπεργκ, για την τεχνολογία;

Το κάνω. Με ενδιαφέρει πολύ το μέλλον και το πού βρίσκονται οι τεχνολογίες, είμαι άνθρωπος στον οποίο αρέσει να ψάχνει διαρκώς, απλώς είμαι ακόμα πολύ αρχάριος, βρίσκομαι διαρκώς σε μια διαδικασία ανακάλυψης. Κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι καινούργιο, πάντως, για μια ειδική συσκευή ας πούμε ή ένα άρθρο για την εξέλιξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, στέλνω στον Ντέιβιντ τον σύνδεσμο κι αυτό είναι το είδος της επικοινωνίας που έχουμε πραγματικά, έξω από την ταινία εννοώ.

Οπότε βλέπετε περισσότερο τα πλεονεκτήματα της Τεχνητής Νοημοσύνης παρά τα μειονεκτήματα;

Το πιο ενδιαφέρον πράγμα που άκουσα πρόσφατα για την Τεχνητή Νοημοσύνη ήταν από έναν Κινέζο που ίπε ότι τα τελευταία 20 χρόνια οι άνθρωποι έλεγαν στους ανθρώπους να μάθουν πώς να κωδικοποιούν. Αυτό ήταν το ζητούμενο, το ζητούμενο του μέλλοντος. Αλλά τώρα, με την Τεχνητή Νοημοσύνη το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν χρειάζεται να κωδικοποιείς πια. Απλά μιλάς στη μηχανή και η μηχανή θα κωδικοποιήσει. Ήταν η τελευταία διασύνδεση μεταξύ της μηχανής και του ανθρώπου. Οπότε εννοώ ότι αυτή η τεχνολογία είναι απλώς άλλο ένα εργαλείο κι, όπως ξέρουμε, κάθε φορά που εμφανίζεται ένα νέο εργαλείο, η ανθρωπότητα το χρησιμοποιεί σαν χαζό παιδί στην αρχή. Αυτό κάνουμε, ας πούμε, τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ελπίζω ότι μια μέρα θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα τα χρησιμοποιούμε για κάτι πιο εποικοδομητικό από το να βλέπουμε τους εαυτούς μας. Και υποθέτω ότι ισχύει το ίδιο πράγμα με την Τεχνητή Νοημοσύνη. 

Σας ανησυχεί το γεγονός ότι μπορεί η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης να επηρεάσει μελλοντικά τη δουλειά σας;

Αυτός είναι ο φόβος, αλλά υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία δεν αντικαθίστανται. Μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη να αναπαράγει ιδανικά τα χαρακτηριστικά, την υφή, την κίνηση, την ομιλία κι όλα αυτά τα πράγματα, από τη στιγμή που ο ήρωας κοιτάει την κάμερα στα μάτια, ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Το να συνθέτεις της πληροφορίες που έχεις δεν σημαίνει ότι μπορείς να συνθέσεις και θεμελιώδη γνωρίσματα που σε καθιστούν άνθρωπο, όπως είναι η φαντασία, τα συναισθήματα, η γνήσια σπίθα της ζωής, όλα αυτά τα συστατικά που συνιστούν τη μαγεία της ανθρωπότητας. 

Αν κάτι μας υπενθυμίζει, πάντως, αυτή η ταινία, είναι πως ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής είναι ο θάνατος. Σας απασχολεί ποτέ αυτό ως σκέψη; 

Θυμάμαι ακριβώς πώς ένιωσα το βράδυ της πρεμιέρας του «Μη Αναστρέψιμος», εδώ στις Κάννες. Ήταν σαν να είχα ρίξει μια βόμβα μέσα σε εκκλησία

Φυσικά. Αλλά πάντα το λέω αυτό, από τότε που ήμουν 20 ετών: «Βιαστείτε, γιατί σε πέντε λεπτά θα είμαστε όλοι νεκροί!». Έτσι ζούσα πάντα κι έτσι βλέπω τη ζωή και γι' αυτό, ειλικρινά, ως ηθοποιός δεν βλέπω πολλές ταινίες, αν και μου αρέσει να αποτελώ κομμάτι τους. Η ζωή μου προτιμώ να είναι σίγουρα πλησιέστερα στην πραγματικότητα παρά στη φαντασία. Κι έχω μια θεωρία: ότι οι σημαντικές ταινίες είναι αυτές τις οποίες βλέπεις πριν ζήσεις τη ζωή σου. Στη συνέχεια, ως ενήλικας, η μυθοπλασία παραμένει μεν ενδιαφέρουσα, αλλά πρέπει να είναι πραγματικά πολύ καλή για να σε συνεπάρει. Διαφορετικά δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να δεις μια ταινία. Η καθημερινή μου ζωή, και υποθέτω η καθημερινή ζωή κάθε ενήλικα είναι πιο σημαντική.

Μια χαρακτηριστική φράση σας από την ταινία είναι «Σε πόσο σκοτάδι είσαι διατεθειμένος να φτάσεις;». Και θα ήθελα να την απευθύνω τώρα σε εσάς ως ερώτηση.

Νομίζω ότι έχω υπάρξει πολύ σκοτεινός στο παρελθόν. Τις προάλλες έβλεπα πάλι το «Μη Αναστρέψιμος». Είναι μια φανταστική ταινία - είμαι πολύ περήφανος γι' αυτήν. Αλλά βλέποντάς την ξανά πριν τρία χρόνια, στο Φεστιβάλ Βενετίας, συνειδητοποίησα πως αυτό δεν είναι πια της αρεσκείας μου. Λατρεύω την ταινία, λατρεύω τον Γκασπάρ Νοέ, αλλά δεν θα έκανα σήμερα μια τέτοια ταινία. Θέλω να πω ότι είχα πρόβλημα τελευταία ακόμα και να πυροβολήσω κάποιον σε μια ταινία, ενώ όταν ήμουν νεαρότερος μου άρεσε να επιδεικνύομαι και λίγο μέσα από αυτά τα πράγματα. 

Μιλώντας για το «Μη Αναστρέψιμος», τι θυμάστε από την πρεμιέρα της ταινίας εδώ στις Κάννες πριν από 30 και κάτι χρόνια; 

Μου άρεσε πολύ, αλλά ακόμη και τότε που γυρίζαμε την ταινία ξέραμε τι αντιδράσεις αναμενόταν να προκαλέσει. Θυμάμαι να κάνω πλάκα στο γύρισμα και κάθε φορά που τελειώναμε μια λίγο πιο προκλητική σκηνή, να λέω «Εντάξει, μόλις έφυγαν 25 άτομα από την αίθουσα τώρα». Και θυμάμαι ακριβώς πώς ένιωσα όταν άναψαν τα φώτα εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας, εδώ στις Κάννες. Ένιωσα σαν να είχα ρίξει μια βόμβα μέσα σε μια εκκλησία. Αλλά εννοώ ότι ήταν η ταινία που θέλαμε - να είναι προκλητική και να αλλάξει τα πράγματα και, ξέρετε, θα πω ότι τότε ήμουν νέος και σκεφτόμουν αλλιώς.

Πόσο καθοριστική υπήρξε για εσάς η εμπειρία της υποκριτικής στον τρόπο που ενδεχομένως συνέβαλε στη διαμόρφωση του ενήλικου εαυτού σας;

Νομίζω ότι αμφισβητούσα πολύ τον εαυτό μου ως νεαρός και δημιούργησα την ταυτότητά μου με τις ταινίες, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Όταν άρχισα να αναγνωρίζομαι ως ηθοποιός, πραγματικά ηρέμησα ως άτομο. Λόγω του πατέρα μου μεγάλωσα σε αυτό το επαγγελματικό περιβάλλον, αυτό είναι σίγουρο. Αλλά παρόλο που μοιάζω πλέον όλο και περισσότερο με τον πατέρα μου, και με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ φυσικά (γελάει), νομίζω ότι είμαι πολύ διαφορετικός από αυτόν, πολύ πιο επιθετικός στον τρόπο με τον οποίο μπήκα σε αυτή τη βιομηχανία. Πολύ πιο επιθετικός. Ο πατέρας μου ήταν ευγενής άνθρωπος. Εγώ όχι.

Γιατί νομίζετε ότι δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θρηνεί πια στις μέρες μας;

Πρώτα απ' όλα πιστεύω ότι όταν θες να θρηνήσεις είναι κάτι που θέλεις να κάνεις μόνος σου. Και με τα κινητά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σπάνια είμαστε πλέον μόνοι μας. Πολλοί άνθρωποι στις μέρες μας δημοσιεύουν φωτογραφίες τους όπου κλαίνε ή θρηνούν κάτι κι αυτό είναι κάτι πολύ περίεργο. Υπάρχει αυτό το ναρκισσιστικό πράγμα που θέλεις να μοιραστείς όλα όσα κάνεις για να καθησυχαστείς μέσα από την οπτική γωνία των άλλων κι αυτό είναι εντελώς λάθος. Το πένθος δεν έχει καμία σχέση με αυτό. Το πένθος είναι να μένεις στο δωμάτιό σου και να σκέφτεσαι τι συνέβη και τι πρέπει να περάσεις. Μόνο που, στις μέρες μας, δεν έχουμε χρόνο. Δεν δίνουμε στον εαυτό μας χρόνο να το κάνει αυτό, δεν δίνουμε στον εαυτό μας χρόνο για τίποτα πια. Εκτός αν κάνετε λίγη γιόγκα.

INFO
Η ταινία «Ο Κύριος των Νεκρών» («The Shrouds») προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την εταιρεία Tanweer.