Το Πατρικό
La Casa

Τρία αδέλφια συναντιούνται στο εξοχικό πατρικό σπίτι μετά τον θάνατο του πατέρα τους και επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την θλίψη αλλά και τις διαφορές τους. Μια όμορφη, «μικρή» ταινία θέματος, που προσπαθεί να ισορροπήσει με λυρισμό και αμεσότητα την (ίσως σκόπιμη) απόφαση αποφυγής της μεγάλης πνοής.
Είναι σχετικά συχνό φαινόμενο σε πολλά κριτικά σχόλια ο χαρακτηρισμός μιας ταινίας ως «μικρής». Δεν είναι όμως τόσο συχνή η εξήγησή του. Αποφεύγοντας να μιλήσω εξ ονόματος άλλων – που πιθανά θα χρησιμοποιήσουν τον προσδιορισμό για την ταινία του 52χρονου Μοντόγια – να πω ότι «μικρή» δεν ισούται με «κακή». Αντιθέτως είναι σχεδόν πάντα μια πολύ συμπαθής ταινία, η οποία όμως δεν διέπεται από την μακρά πνοή, την ένταση της δραματουργίας και την ερμηνευτική πρόκληση μιας λεπτομερώς δουλεμένης σκηνοθεσίας. Με άλλα λόγια είναι εύκολα ταινίες που προτείνεις σαν άνθρωπος, ιδίως στο κοινό τους, αλλά δεν βρίσκεις πώς μπορείς να υποστηρίξεις εκτεταμένα κριτικά.
Έτσι είναι, στα μάτια μου, η ταινία του Ισπανού (από την Βαλένθια – όπου εκτυλίσσεται και το έργο). Κάπως σαν ένα οικιακό, βραχύκορμο «Amarcord» - το οποίο θα μπορούσε να αναφερθεί και σαν ένα αρχέτυπο του πώς εννοείται η «μεγάλη ταινία» με την θεματολογία της νοσταλγίας και των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας. Στην ταινία, συμπληρωματικά αλλά υπολειπόμενα, παρεισφρέει και ένα θέμα οικογενειακής ρήξης, μιας έντασης ανάμεσα στους δύο άρρενες αδελφούς (υπάρχει και μια αδελφή – πυροσβεστικός ο ρόλος της). Δεν μπορείς να το πάρεις πολύ στα σοβαρά, όχι επειδή δεν δίνει μια-δυο υποσχόμενες σκηνές, αλλά κυρίως γιατί δεν τηρεί την υπόσχεση αυτή, χώρια που η λύση της έντασης αυτής είναι δραματουργικά παιδιαριώδης.
Προς υπεράσπιση της ταινίας δεν νομίζω ότι οι σεναριογράφοι θέλησαν να δώσουν βάση σε κάτι άλλο από την καθαυτή λειτουργία της μνήμης, όταν μέσα από τις ρωγμές που δημιουργεί η μελαγχολία της απώλειας του γονιού (ή και η μελαγχολία του μεγαλώματος σκέτη) ξεχύνονται αναμνήσεις που συγχέουν τον χωροχρόνο και (δίχως έλεος, είναι αλήθεια) αναπαριστούν μπρος μας αμετάκλητα περασμένες εικόνες ζωής, χρόνων και ανθρώπων μας. Η απλότητα και η ευθύτητα της παρουσίασης του έργου επί τούτων είναι πρακτικά αδύνατον να αφήσει ασυγκίνητο τον θεατή. Ιδίως εάν τυγχάνει σε ανάλογη θέση, πράγμα ελάχιστα σπάνιο στην περίπτωση της γενιάς του Μοντόγια – και όχι μόνο.
Οι περιγραφές είναι ευδιάκριτες, τα συναισθήματα τσουχτερά και ο τρόπος της ταινίας ευγενής και προπάντων απλός. Πράγμα που μαρτυρά και η συντομότατη διάρκεια της ταινίας, η οποία στα 81 λεπτά της (μην φύγετε στους τίτλους περιέχουν μια ακόμα σκηνή που συμπληρώνει ένα παζλ αναμνήσεων), και δίχως την πυκνότητα και το νυστέρι μιας σκανδιναβικής (ας πούμε) γραφής, δεν θα μπορούσε να φιλοδοξεί σε κάτι περισσότερο από την στοργή, την κατανόηση, το αίσθημά μας και ένα ταβάνι στην άτιμη την έναστρη αξιολόγηση.