Ταιριάζουμε;
Materialists

Η Λούσι είναι μια μοντέρνα, πετυχημένη, προξενήτρα. Ο Τζον είναι σερβιτόρος, ακόμη επίδοξος ηθοποιός στα 37 του. Ο Χάρι είναι πλούσιος. Η Λούσι και ο Τζον ήταν κάποτε μαζί, ο Χάρι πολιορκεί την Λούσι που τον θεωρεί κελεπούρι. H Σελίν Σονγκ, μετά το ρομαντικό δράμα του «Περασμένες Ζωές», επιτίθεται στην ρομαντική κομεντί.
Μια ρομαντική κομεντί, αν και πρέπει εξαρχής να δικαιολογήσω την Σονγκ που πιθανά ενδιαφέρεται για τις ταμπέλες ίσα-ίσα όσο της είναι χρήσιμες για να τις αναποδογυρίσει, είναι πρώτα-πρώτα καστ. Χρειάζεται χημεία, φωτογένεια, star quality να το πούμε λιανά, και σε όλα αυτά προϋποτίθεται ότι υπάρχει σοβαρό, ασκημένο χολιγουντιανό ταλέντο που στα σωστά χέρια έχει την ευκαμψία και κάνει το γκελ με το κόσμο. Ρομαντική κομεντί που δεν την απασχολεί το γκελ με τον κόσμο, είναι φεστιβαλική κομεντί, είδος που όλοι γνωρίζουμε ότι είναι προστατευόμενο από την UNICEF του σινεμά γιατί βγαίνει ένα την διετία. Και ούτε.
Στα δικά μου χαρτιά κάτι πάει σοβαρά λάθος στον έμπροσθεν της κάμερας κόσμο, και στους «πισινούς στα καθίσματα» που τον θωρούν, όταν γόης του κινηματογράφου από τον Κάρι Γκραντ και τον Γκάρι Κούπερ ως τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον Ρίτσαρντ Γκιρ και τον Χιου Γκραντ, λογίζεται πλέον ο Πέδρο Πασκάλ. Θα μου πείτε τι θες και εκφέρεις γνώμη, αντιδημοφιλή ίσως, straight γυναίκα είσαι; Ή μήπως δεν έχει κάνει κομεντί ο Τζίμι Στιούαρτ, ο Τομ Χανκς και ο Μπίλι Κρίσταλ; Να το πω απλά, και δεν πειράζει να υπάρχει και μια διαφωνία. Όλοι οι προαναφερθέντες «μη γόητες» είναι καλύτεροι ηθοποιοί, ή καλύτεροι κωμικοί, ή σταρ (ή και τα τρία). Επίσης η ιστορία ζητά έναν «unicorn», όπως τον περιγράφει το σενάριο, έναν πλούσιο, ενδιαφέροντα, καλότροπο και ωραίο. Αν στον ρόλο αυτό έπαιζε ένας ωραίος, κατά προτίμηση και πιο φτασμένος (έστω ανάλογα με τους έτερους δύο συμπρωταγωνιστές), τότε ο ρόλος θα ήταν και κατά πολύ ανώτερος. Τώρα τα πόδια (θα καταλάβετε όταν το δείτε) του ρόλου είναι κοντά και το όποιο ερωτικό δίλημμα θα μπορούσε να έχει το σενάριο, απουσιάζει.
Η Σονγκ, το ξέραμε από την προηγούμενη ταινία της, δεν ενδιαφέρεται για τα σεναριακά καρυκεύματα του είδους, δεν παίζει με τα σχήματα, δεν κάνει ελαφρό σινεμά. Θα μου πεις Λιούμπιτς είναι όλοι να κάνουν ελαφρό σινεμά που συζητιέται 90+ χρόνια μετά για την τόλμη και την γοητεία του; (Παρεμπιπτόντως Φρέντερικ Μαρτς και Γκάρι Κούπερ οι άντρες στο «Design for Living», όχι o Πίτερ Λόρε και ο Άντολφ Μενζού!) Όχι. Και τι θέλει; Λίγο απ’ όλα και πολύ από ένα. Θέλει ας πούμε τουλάχιστον δύο σταρ και στο πρόσωπο της απαστράπτουσας Ντακότα Τζόνσον και του γενικώς χαριτωμένου Κρις Έβανς τα βρίσκει. Η χημεία μεταξύ τους υφίσταται και μια αρχική σκηνή τους είναι ίσως η κορυφαία σκηνή φλερτ στο χολιγουντιανό (και γενικότερα) σινεμά των τελευταίων 20 χρόνων. Το κρίμα είναι, και πάλι, ότι η Σονγκ μα δεν θέλει να κάνει αυτή την ταινία!
Στα λίγο απ’ όλα είναι η υποψία ερωτικού τριγώνου, η φωτογράφιση μιας de facto υλιστικής εποχής (που τελικά σκότωσε και την ρομαντική κομεντί), η σκληρή και ρεαλιστική παρατήρηση ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να μην θέλουν να είναι μόνοι σε έναν κόσμο που τον φτιάχνουν άνθρωποι που μάλλον είναι απελπιστικά μόνοι, το κλείσιμο του ματιού στην «Emma» της Τζέιν Όστεν και στην κριτική της «παντογνωσίας» της, η επιβεβαίωση ότι ο έρωτας δεν συντίθεται από εξαλγεβρισμένα κουτάκια, η δυσκολία ύπαρξης ρομάντζου μέσα στον ματεριαλισμό μας, αλλά και η αδυναμία πραγμάτωσης μιας σχέσης αν «κάποια αγάπη δεν βρίσκεται στο τραπέζι». Α, έχει και μια υποπλοκή που πραγματικά απορείς που δεν βρέθηκε άνθρωπος να της πει να κόψει - ή να αναπτύξει.
Στο πολύ από ένα είναι και πάλι, όπως και στις «Περασμένες Ζωές», η ψηλάφηση του τι θα πει να είσαι γυναίκα σήμερα, ποια είναι η σχέση με τον χρόνο, με την αντικειμενική πραγματικότητα και, κυρίως, με το χρήμα που εδώ, εικάζω, αποτελεί και το πιο γωνιώδες σημείο εναρμόνισης, εκούσιας ή μη δεν έχει σημασία η Σονγκ παρατηρεί δεν φιλοσοφεί, με έναν κόσμο στον οποίον η επιβίωση έχει νόμους και η εξουθένωση του ρομαντισμού σήμανε το απαράβατό τους. Με άλλα λόγια, σίγουρα υπό το ανδρικό βλέμμα του γράφοντα, η Σονγκ περιγράφει πως είναι να είσαι γυναίκα όταν η ομορφιά του κόσμου που συνοψίζεις (από την σκεπτική και γοητευτική μέχρι την αναπαραγωγική/επιβιωτική όψη εννοούμενη) έχει υποταχθεί στην κυνική κοινοτοπία του (ανδρικού φυσικά) καταναλωτισμού που επιβλήθηκε, κέρδισε και τώρα μολύνει και τους αγνότερους.
Αυτό βέβαια δεν είναι…rom-com, είναι κοινωνιολογικό σινεμά με επίφαση είδους. Και παρότι η Ντακότα Τζόνσον βρίσκεται σε αποθέωση του πιο ειδικού ταλέντου της (το υποδειγματικό less is more της πειράζει δυο-τρεις λεπτομέρειες και η εκ γενετής γλυκύτητα γίνεται no bullshit πραγματισμός), παρότι ο Έβανς θέλει και μπορεί να δώσει πεμπτουσία συμπληρωματικού ανδρικού ρόλου (και ο Πασκάλ καλός, αλλά δεν έχει και πολλά να κάνει), η ταινία αυτοφρενάρεται από το ένα (γιατί πρέπει να κόψει και κανένα εισιτήριο) και υπολείπεται στο άλλο, αφού δεν έχει καν στηθεί σαν ρομαντική κομεντί αλλά σαν ιστορία μιας σχέσης μέσα από τα μάτια μιας ηρωίδας που πρέπει όχι να μεγαλώσει αλλά να αλλάξει οπτική γωνία.
Δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς στο ότι η Σελίν Σονγκ γυρίζει επιδέξια, έχει φακό και άποψη για τις προτιμήσεις του. Οφείλεις επίσης να παραδεχθείς, εσύ υπογράφοντα που την είχες στην μπούκα από την αρχή του έργου πιστεύοντας ακράδαντα ότι θα επαναλάβει τις δραματουργικές επιλογές του ντεμπούτου της, ότι υπάκουσε στο είδος και αποφάσισε να πιστέψει, σαν την ηρωίδα της, ότι “love’s gotta be on the table” – έστω και αν στην πορεία εξαϋλώνοντας τον ανδρικό χαρακτήρα (κάτι που ας πούμε δεν έκανε ποτέ η Νόρα Έφρον ή η Νάνσι Μέγιερς – τι ξέρουν κι αυτές, rom-com κάνουν). Αλλά από εκεί και πέρα αυτό που (νομίζω ότι) θέλει να κάνει, ή που απαιτεί ένα πολύ ανώτερο σενάριο για να το καταφέρει, ή που είναι πανευτυχής όπως τα γράφει και ψηφίδα-ψηφίδα συνθέτει ένα παζλ που θα συμπληρώνεται μαζί με την φιλμογραφία της.